Τι σημαίνει το caught στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης caught στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του caught στο Αγγλικά.

Η λέξη caught στο Αγγλικά σημαίνει πιάνω, παίρνω, πιάνω, πιάνω, κολλάω, πιάνω, πιάνομαι, πιάσιμο, ψαριά, πρόβλημα, κούμπωμα, πιάσιμο, κάτσια, κελεπούρι, αρπάζω, παίζω ως λήπτης, είμαι λήπτης, βλέπω, ακούω, προλαβαίνω, προλαβαίνω, πιάνω, αποτυπώνω, αναπαριστώ, κρατάω, πιάνω κπ να κάνει κτ, συλλαμβάνω κπ να κάνει κτ, πιάνω, τραβάω την προσοχή κπ, τραβάω την προσοχή κπ, αντιλαμβάνομαι, πιάνω, πιάνω στα πράσα, κάνω τσακωτό, φτάνω, φτάνω, προφταίνω, προλαβαίνω, βρίσκω, αναπληρώνω, έχω μείνει πίσω σε κτ, κάνω κπ να υποστεί τις συνέπειες, συλλαμβάνω εγκληματία κατόπιν καταδίωξης, τα λέμε, λέμε τα νέα μας, τα λέω με κπ, ενημερώνομαι, ανεπιθύμητη ψαριά, φαύλος κύκλος, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, φαύλος κύκλος, στέκομαι τυχερός, αρπάζω κρύωμα, βλέπω στα πεταχτά, παίρνω το τρένο, αρπάζω φωτιά, πιάνω φωτιά, έχω απήχηση, βρίσκω τον μπελά μου, αρπάζω,πιάνω, κάθομαι στον λαιμό, τιμωρούμαι, πιάνω κπ απροετοίμαστο, πιάνω στα πράσα, πιάνω κπ, πιάνει το μάτι μου, τραβάω την προσοχή, τραβώ την προσοχή, τραβάω την προσοχή, τραβάω το βλέμμα, κάνω κπ να με προσέξει, πιάνω κπ στον ύπνο, παίρνει το αυτί μου κτ, Τα λέμε!, ξελαχανιάζω, παίρνω μια ανάσα, κρυολογώ άσχημα, κρυώνω άσχημα, περιεκτικός, περιεκτικός, με οποιοδήποτε τρόπο, κατς, προσπάθεια να φτάσω κάποιον, προσπάθεια να προφτάσω κάποιον, που προσπαθεί να φτάσει κάποιον, που προσπαθεί να προφτάσει κάποιον, συνάντηση, πιασάρικη ατάκα, αλλάζει η τύχη μου, μαθαίνω τα νέα, αναπληρώνω, διάταξη ασφαλείας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης caught

πιάνω

transitive verb (grasp moving object)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can catch the ball with one hand.
Μπορώ να πιάσω την μπάλα με το ένα χέρι.

παίρνω

transitive verb (transport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill needs to catch a bus from town.
Ο Μπιλ πρέπει να πάρει ένα λεωφορείο από την πόλη.

πιάνω

transitive verb (grasp, seize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jason caught her by the wrist.
Ο Τζέισον την έπιασε από τον καρπό.

πιάνω

transitive verb (fishing, hunting)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We caught five salmon in the river.
Πιάσαμε πέντε σολομούς στο ποτάμι.

κολλάω

transitive verb (disease) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leah catches a cold every winter.
Η Λία αρπάζει ένα κρυολόγημα κάθε χειμώνα.

πιάνω

transitive verb (discover unexpectedly) (στα πράσα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police caught him in the act.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πρέπει να κάνεις ησυχία αν δεν θέλεις να σε τσακώσουν.

πιάνομαι

intransitive verb (become entangled)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As I was riding my bicycle, my shoelaces caught on the gears.
Ενώ έκανα ποδήλατο, πιάστηκαν τα κορδόνια μου στις ταχύτητες.

πιάσιμο

noun (action: grasping [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Wendy's catch saved the vase from breaking on the floor.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το πιάσιμο της μπάλας απ' τον τερματοφύλακα ήταν θεαματικό!

ψαριά

noun (fishing, hunting) (ψάρεμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Salmon is the catch of the day.

πρόβλημα

noun (informal (condition)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What's the catch?
Ποιο είναι το πρόβλημα;

κούμπωμα

noun (fastening)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The catch on the suitcase is stuck.
Το κούμπωμα αυτής της βαλίτσας έχει κολλήσει.

πιάσιμο

noun (sport: catching ball) (της μπάλας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The goalkeeper's catch saved the game for the home team.

κάτσια

noun (song)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eddie loves to sing songs and catches from the Victorian era.

κελεπούρι

noun (informal, figurative ([sb] worth marrying) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I hear her new man is quite a catch!

αρπάζω

intransitive verb (informal (begin to burn) (καθομ, μτφ: πιάνω φωτιά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lou dropped a match and the gasoline caught.

παίζω ως λήπτης, είμαι λήπτης

intransitive verb (US (sport: be catcher)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jennifer is catching in the softball game today.

βλέπω

transitive verb (informal, figurative (see)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Did you catch the news last night?

ακούω

transitive verb (informal, figurative (hear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I didn't catch what you said.
Δεν έπιασα τι είπες.

προλαβαίνω

transitive verb ([sb] departing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You might be able to catch him if you hurry.
Μπορεί να τον προλάβεις αν βιαστείς.

προλαβαίνω

transitive verb (informal, figurative (see, not miss) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's catch the art show at the museum before it closes.

πιάνω

transitive verb (usu passive (entangle) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fly was caught in the spider's web.
Η μύγα πιάστηκε στον ιστό της αράχνης.

αποτυπώνω, αναπαριστώ

transitive verb (figurative (gesture, likeness)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The artist caught her expression beautifully.

κρατάω

transitive verb (US, informal (take momentarily) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Would you just catch my coat for a second while I make a telephone call?
Μου κρατάς μια στιγμή το παλτό για να κάνω ένα τηλέφωνο;

πιάνω κπ να κάνει κτ, συλλαμβάνω κπ να κάνει κτ

transitive verb (discover unexpectedly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alice caught her boyfriend eating cookies in the middle of the night.

πιάνω

phrasal verb, transitive, inseparable (reach for [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jane caught at Pete's arm and pulled him back onto the sidewalk as a car zoomed past.

τραβάω την προσοχή κπ

phrasal verb, transitive, separable (attract notice)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραβάω την προσοχή κπ

phrasal verb, transitive, separable (be noticed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντιλαμβάνομαι

phrasal verb, intransitive (informal (person: understand)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I told her that he'd poisoned his wife with arsenic, but she didn't catch on.
Της είπα ότι δηλητηρίασε τη γυναίκα του με αρσενικό, αλλά αυτή δεν το αντιλήφθηκε.

πιάνω

phrasal verb, intransitive (informal ([sth]: become popular) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Do you think that the practice of people sewing their own clothing will ever catch on again?
Νομίζεις στ' αλήθεια ότι η συνήθεια να ράβει ο κόσμος μόνος του τα ρούχα του μπορεί να ξαναγίνει της μόδας;

πιάνω στα πράσα, κάνω τσακωτό

phrasal verb, transitive, separable (UK, informal (discover deceit)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτάνω

phrasal verb, intransitive (go as fast)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mira slowed down so that her younger sister could catch up.
Η Μίρα έκοψε ταχύτητα για να μπορέσει να τη φτάσει η μικρότερη αδερφή της.

φτάνω, προφταίνω, προλαβαίνω

(go as fast as)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I walk faster than he does, so I wait at each corner for him to catch up with me.
Περπατάω πιο γρήγορα από ότι εκείνος, γι' αυτό τον περιμένω σε κάθε γωνία να με φτάσει.

βρίσκω

(join, reach)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You go on ahead; I'll catch up with you as soon as I've finished my work here.
Προχώρα εσύ. Θα σε βρω μόλις τελειώσω τη δουλειά μου εδώ.

αναπληρώνω

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (compensate for time lost)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I missed a week of work, and now I have to catch up.
Έχασα μια βδομάδα εργασίας και τώρα πρέπει να αναπληρώσω.

έχω μείνει πίσω σε κτ

(figurative, informal (compensate for time lost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Audrey sighed when she saw that she had to catch up on a huge pile of work.

κάνω κπ να υποστεί τις συνέπειες

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal (repay: with [sth] bad)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Finally, his unhealthy habits caught up with him and he became very sick.
Τελικά κλήθηκε να πληρώσει τις συνέπειες των κακών συνηθειών του όταν αρρώστησε βαριά.

συλλαμβάνω εγκληματία κατόπιν καταδίωξης

(informal (apprehend: criminal) (κυριολεκτικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The cops finally caught up with the shoplifter outside the stock exchange.
Οι αστυνομικοί συνέλαβαν τελικά τον κλέφτη κατόπιν καταδίωξης έξω από το χρηματιστήριο.

τα λέμε, λέμε τα νέα μας

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (exchange news)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My friends and I like to catch up over a coffee once a month.

τα λέω με κπ

(figurative, informal (exchange news)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was a pleasure to catch up with everyone at the family reunion.
Ήταν πολύ ευχάριστο που έμαθα τα νέα όλων στην οικογενειακή συνάντηση.

ενημερώνομαι

(figurative, informal (get up to date)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I phoned my brother to catch up on the latest news back home.
Τηλεφώνησα στον αδερφό μου για να ενημερωθώ για τα τελευταία νέα στο σπίτι.

ανεπιθύμητη ψαριά

noun (fishing: unwanted catch)

φαύλος κύκλος

noun (paradox, [sth] self-contradictory)

It's a real Catch-22: to get a job you need experience, but to get experience you need a job.
Είναι πραγματικά παράδοξο: για να βρεις δουλειά απαιτείται πείρα, αλλά για να αποκτήσεις πείρα απαιτείται δουλειά.

μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

noun (colloquial (no-win situation) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John would be hurt if she didn't invite him, but if she did, Mary wouldn't come. It was a Catch-22.
Ο Τζον θα πληγωνόταν αν δεν τον καλούσε, αλλά αν το έκανε, δεν θα ερχόταν η Μαίρη. Ήταν στ' αλήθεια μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

φαύλος κύκλος

noun ([sth] self-contradictory)

στέκομαι τυχερός

verbal expression (informal (have some luck)

αρπάζω κρύωμα

verbal expression (contract cold virus)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you go out in this rain without a coat you're liable to catch a cold.

βλέπω στα πεταχτά

verbal expression (perceive briefly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I caught a glimpse of Peter as he walked past my house.

παίρνω το τρένο

verbal expression (go by train)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm going to catch a train home after I get out from work.

αρπάζω φωτιά, πιάνω φωτιά

verbal expression (ignite)

Gasoline can catch fire very easily. If you knock that candle onto the rug, it will catch on fire.

έχω απήχηση

verbal expression (figurative (create enthusiasm)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

βρίσκω τον μπελά μου

(US, slang (receive severe reprimand) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was sure to catch hell from his wife for his behaviour.

αρπάζω,πιάνω

verbal expression (grasp, grab)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mr. Jones caught hold of Mark by the collar and dragged him off to see the headmaster.
Ο κ. Τζόουνς άρπαξε (or: έπιασε) τον Μαρκ από το κολάρο και τον έσυρε να δει τον διευθυντή.

κάθομαι στον λαιμό

verbal expression (cause [sb] to sob or choke)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He nearly choked when a chicken bone caught in his throat.

τιμωρούμαι

verbal expression (informal (be punished or reprimanded)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πιάνω κπ απροετοίμαστο

verbal expression (take [sb] by surprise)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The offer of early retirement caught me off guard; I hadn't guessed it was coming.

πιάνω στα πράσα

(figurative (discover [sb] committing a crime) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I caught the thief red handed stealing my jewels.

πιάνω κπ

verbal expression (informal, figurative (understand what [sb] means) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιάνει το μάτι μου

verbal expression (glimpse, notice)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I caught sight of my appearance in the mirror, I immediately rushed back to my closet to change.
Όταν παρατήρησα την εμφάνισή μου στον καθρέφτη, έτρεξα αμέσως πίσω στη ντουλάπα μου για να αλλάξω.

τραβάω την προσοχή, τραβώ την προσοχή

verbal expression (be noticed) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His manly voice caught my attention.

τραβάω την προσοχή, τραβάω το βλέμμα

verbal expression (be noticeable)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bold designs and bright colours of these dresses really catch the eye.

κάνω κπ να με προσέξει

verbal expression (be noticed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laura's performance in the show caught the eye of talent scouts.

πιάνω κπ στον ύπνο

verbal expression (catch off-guard) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The question caught the minister unawares; she didn't have an answer prepared.

παίρνει το αυτί μου κτ

verbal expression (informal (hear a rumour of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The employees caught wind of the coming lay-offs, and were very upset.

Τα λέμε!

interjection (informal (see you soon)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξελαχανιάζω

verbal expression (pause to breathe)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I had to take 20 flights of stairs. It took me several minutes to catch my breath.

παίρνω μια ανάσα

verbal expression (figurative (take a break) (μεταφορικά: διάλειμμα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Now that we're done with most of the rush jobs, we can catch our breath.

κρυολογώ άσχημα, κρυώνω άσχημα

verbal expression (informal (catch a bad cold)

περιεκτικός

noun (informal ([sth] comprehensive, all-purpose)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περιεκτικός

noun as adjective (informal (comprehensive, all-purpose)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με οποιοδήποτε τρόπο

adjective (using whatever method, material possible)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατς

noun (historical (type of wrestling)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

προσπάθεια να φτάσω κάποιον, προσπάθεια να προφτάσω κάποιον

noun (informal (attempt to match, compete)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cyclist's catch-up ultimately failed, and he finished third in the race.
Η προσπάθεια του ποδηλάτη να φτάσει (or: προφτάσει) τους αντιπάλους του απέτυχε κι έτσι τερμάτισε τρίτος στον αγώνα.

που προσπαθεί να φτάσει κάποιον, που προσπαθεί να προφτάσει κάποιον

adjective (informal (aimed at matching, competing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Inflation is rising fast, so the company intends to give its employees a catch-up pay rise.

συνάντηση

noun (meeting to get up-to-date)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I haven't seen you for ages; we'll have to have a proper catch-up soon.

πιασάρικη ατάκα

noun (motto) (αργκό)

The comedian repeated his catchphrase at every possible opportunity. Many radio program hosts have a catch phrase which they say at the end of every program to help people remember them.

αλλάζει η τύχη μου

verbal expression (have good luck)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After losing my job and my marriage, I think it must be my turn to catch a break now.

μαθαίνω τα νέα

(informal (get updated)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Julia wanted to play catch-up and find out what had happened while she had been away.

αναπληρώνω

(informal (do work missed due to illness) (δουλειά, διάβασμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I had to play catch-up after being away from work on sick leave.

διάταξη ασφαλείας

noun (prevents gun from firing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του caught στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του caught

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.