Τι σημαίνει το cell στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cell στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cell στο Αγγλικά.

Η λέξη cell στο Αγγλικά σημαίνει κύτταρο, κελί, πυρήνας, κινητό, κελί, σελιλόιντ, κυψελίδα, βασικοκυτταρικό καρκίνωμα, αιμοσφαίριο, κύτταρο κοκκάλου, εγκεφαλικό κύτταρο, καρκινικό κύτταρο, κυτταρικό σώμα, κυτταρική μεμβράνη, κινητό τηλέφωνο, κυτταρικό τοίχωμα, κινητό τηλέφωνο, χοανοκύτταρο, ωάριο, κυψέλη καυσίμου, τριχωτό κύτταρο, λευχαιμία εκ τριχωτών κυττάρων, κρατητήριο, μαστοκύτταρο, μυϊκό κύτταρο, μυικό κύτταρο, νευρώνας, δωμάτιο ψυχιατρείου με μαλακή επένδυση στους τοίχους, πρόγραμμα που επιτρέπει τη χρήση ενός περιορισμένου υποσυνόλου δυνατοτήτων του κεντρικού συστήματος, κελί φυλακής, προγονικό κύτταρο, ερυθρό αιμοσφαίριο, ραβδίο, δρεπανοκυτταρικός, δρεπανοκυτταρική αναιμία, μονοκύτταρος, ηλιακό/φωτοηλεκτρικό κύτταρο, βλαστοκύτταρο, λευκό αιμοσφαίριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cell

κύτταρο

noun (biology)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Each student drew a diagram of a cell for biology class.
Κάθε μαθητής σχεδίασε το διάγραμμα ενός κυττάρου για το μάθημα της βιολογίας.

κελί

noun (room in a prison)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The prisoners must spend twenty-two hours a day in their cells.
Οι φυλακισμένοι πρέπει να μένουν είκοσι δύο ώρες την ημέρα στα κελιά τους.

πυρήνας

noun (part of group)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The government received a tip about a terror cell within the country.
Η κυβέρνηση έλαβε μια πληροφορία για έναν πυρήνα τρομοκρατίας εντός της χώρας.

κινητό

noun (US, informal, abbreviation (cell phone)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
If you need to reach me, just call my cell.
Αν χρειαστεί να επικοινωνήσεις μαζί μου, απλά πάρε στο κινητό μου.

κελί

noun (in a spreadsheet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Highlight all of the cells in the second column of the spreadsheet.
Χρωματίστε όλα τα κελιά στη δεύτερη στήλη του φύλλου.

σελιλόιντ

noun (animation)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Cartoons used to be produced by hand-painting each cell.
Τα κινούμενα σχέδια παλιά φτιάχνονταν ζωγραφίζοντας κάθε σελιλόιντ στο χέρι.

κυψελίδα

noun (small cavity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Each cell of the honeycomb was perfectly shaped.

βασικοκυτταρικό καρκίνωμα

noun (skin cancer)

Melanoma is the worst type of skin cancer, but even basal-cell carcinoma needs prompt treatment.

αιμοσφαίριο

noun (corpuscle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κύτταρο κοκκάλου

noun (biology: cell in bone)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εγκεφαλικό κύτταρο

noun (nerve cell in the brain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dopamine is a chemical that stimulates brain cells.

καρκινικό κύτταρο

noun (cell: grows unchecked)

The cancer hadn't metastasized; they found no cancer cells in the lymph nodes.

κυτταρικό σώμα

(biology)

κυτταρική μεμβράνη

noun (biology: thin layer inside a cell)

κινητό τηλέφωνο

noun (US (portable telephone)

Cell phones are a lot smaller than they were 20 years ago.
Τα κινητά τηλέφωνα είναι πολύ μικρότερα απ' ό,τι ήταν πριν από 20 χρόνια.

κυτταρικό τοίχωμα

(biology)

κινητό τηλέφωνο

noun (US, slightly formal (mobile telephone)

She always has her cellular phone with her, so I can reach her anywhere.

χοανοκύτταρο

noun (zoology: cell in a sponge)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ωάριο

(biology)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυψέλη καυσίμου

(physics)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τριχωτό κύτταρο

noun (biology: receptor)

λευχαιμία εκ τριχωτών κυττάρων

noun (cancer of white blood cells) (ιατρική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κρατητήριο

noun (room where [sb] is held in custody)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαστοκύτταρο

(biology)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μυϊκό κύτταρο

noun (cell found in muscle tissue)

μυικό κύτταρο

noun (formal (biology: muscle cell)

νευρώνας

noun (neuron, cell of nervous system)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The shock went trough every nerve cell in my body.

δωμάτιο ψυχιατρείου με μαλακή επένδυση στους τοίχους

noun (in psychiatric hospital)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πρόγραμμα που επιτρέπει τη χρήση ενός περιορισμένου υποσυνόλου δυνατοτήτων του κεντρικού συστήματος

noun (figurative (computing: program) (πληροφορική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κελί φυλακής

noun (enclosed space where a prisoner is kept)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
We don't have enough prison cells for all the corrupt politicians who should be incarcerated.

προγονικό κύτταρο

noun (biology)

ερυθρό αιμοσφαίριο

noun (red corpuscle: component of blood)

Red blood cells carry oxygen around the body.

ραβδίο

noun (cell in the eye)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The rods in our eyes enable us to see color.

δρεπανοκυτταρικός

noun (abnormal blood cell)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δρεπανοκυτταρική αναιμία

noun (inherited blood disorder)

Sickle cell anaemia is a serious blood disorder which affects many people.

μονοκύτταρος

adjective (organism: having one cell)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ηλιακό/φωτοηλεκτρικό κύτταρο

noun (panel that turns sunlight into electricity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Solar cells are used to supply isolated houses with electricity.
Τα ηλιακά κύτταρα χρησιμοποιούνται, για να τροφοδοτούν με ηλεκτρισμό απομονωμένα σπίτια.

βλαστοκύτταρο

noun (biology: self-renewing cell)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Stem cell research is a controversial topic.
Η έρευνα που αφορά τα βλαστοκύτταρα συνιστά ένα αμφιλεγόμενο θέμα.

λευκό αιμοσφαίριο

noun (white corpuscle, leukocyte)

As she recovered, her white blood cell count dropped into the normal range.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cell στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cell

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.