Τι σημαίνει το cracking στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cracking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cracking στο Αγγλικά.

Η λέξη cracking στο Αγγλικά σημαίνει εκπληκτικός, φοβερός, κροτάλισμα, ρωγμή, σχισμή, κρότος, κρακ, σπάω, ραγίζω, ραγίζω, ραγίζω, βρίσκω τη λύση, άριστος, σπάω, σπάζω, κροταλίζω, σπάω, πετάω, εκτοξεύω, κροταλίζω, πιάνω δουλειά, πιάνω δουλειά σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cracking

εκπληκτικός, φοβερός

adjective (UK, informal (excellent, great)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That's a cracking idea!

κροτάλισμα

noun (snapping of a whip) (μαστιγίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The horses jumped at the sudden cracking of the whip.

ρωγμή, σχισμή

noun (split)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When I was young, I tried not to step on cracks in the sidewalk.
Όταν ήμουν μικρός προσπαθούσα να μην πατάω ρωγμές στο πεζοδρόμιο.

κρότος

noun (loud, sharp sound)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That sounded like the crack of a rifle!
Αυτό ακούστηκε σαν κρότος από ντουφέκι!

κρακ

noun (informal (drug: cocaine)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Cyrus was arrested for dealing crack.
Ο Σάιρους συνελήφθη γιατί έκανε διακίνηση κρακ.

σπάω

intransitive verb (be broken)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Kate dropped the bowl and it cracked into two pieces.
Η Κέιτ έριξε το μπολ κι αυτό έσπασε σε δύο κομμάτια.

ραγίζω

intransitive verb (be damaged, leaving lines)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The wall cracked in the earthquake, but the house was still standing.
Ο τοίχος έκανε ρωγμές από το σεισμό, αλλά το σπίτι ακόμα στέκονταν.

ραγίζω

transitive verb (break, split)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jenny cracked her head on the table as she fell.
Η Τζένη έσπασε το κεφάλι της στο τραπέζι καθώς έπεφτε.

ραγίζω

transitive verb (damage, leaving lines)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've cracked my car's windscreen.
Ράγισα το παρμπρίζ του αυτοκινήτου μου.

βρίσκω τη λύση

transitive verb (informal (mystery, puzzle: solve)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sherlock Holmes always found the guilty party; he cracked every case.

άριστος

adjective (informal (expert)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Annie Oakley began shooting when she was eight and was a crack shot by the time she was fifteen. A crack reporter uncovered the scandal.

σπάω, σπάζω

intransitive verb (figurative, informal (person: give in to pressure) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They tried to force him to tell the secret, but he didn't crack.

κροταλίζω

intransitive verb (whip: make snapping sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The whip cracked, and the oxen began to move.

σπάω

intransitive verb (voice: break abruptly) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lizzy's voice cracked as she told her brother the awful news.

πετάω, εκτοξεύω

transitive verb (informal (joke: say, utter) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Johanna wanted to have a serious discussion, but Jim kept cracking jokes.

κροταλίζω

transitive verb (whip: flick)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The coachman cracked the whip, and the horses went faster.

πιάνω δουλειά

verbal expression (informal (start now) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let's get cracking in the garden! This good weather won't last forever.

πιάνω δουλειά σε κτ

verbal expression (informal (start [sth] now) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ollie got cracking with putting up the wallpaper.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cracking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cracking

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.