Τι σημαίνει το cutting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cutting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cutting στο Αγγλικά.

Η λέξη cutting στο Αγγλικά σημαίνει κόψιμο, απόκομμα, μόσχευμα, αιχμηρός, καυστικός, κοφτερός, αιχμηρός, μοντάζ, διαχωρισμός, κόβω, κάνω τομή, κόβω, κόβω, κόβω κτ σε κτ, τεμαχίζω κτ σε κτ, κόβω, ρίχνω, κόβω, κόψιμο, σχίσιμο, κόψιμο, περικοπή, περικοπή, μερίδιο, μετάβαση, λήψη, κόψιμο, επιλογή, κατ, διακοπή, σχόλιο, κομμάτι, μέρος, κροτάλισμα, κόβω, κόβομαι, κόβω, πονάω, κατ, στοπ, κόβω, τραβάω χαρτί, κόβω, πηδάω, στερώ, διακόπτω, κόβω, κόβω, κόβω, διασταυρώνομαι, πονάω, κόβω, ανοίγω, κόβω, χτυπάω κοφτά, αντέχω, κάνω κοπάνα, αραιώνω, στειρώνω, βγάζω, κροταλίζω, στην πρώτη γραμμή, στην αιχμή, μείωση εξόδων, μείωσης εξόδων, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, οριζόντιο θέμα, οριζόντιος, σανίδα κοπής, που είναι η τελευταία λέξη του, η τελευταία λέξη, τσίμα τσίμα, αίθουσα μοντάζ, απόκομμα εφημερίδας, επιλεκτική υλοτομία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cutting

κόψιμο

noun (act of cutting [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A lot of cutting and pasting happens in a kindergarten classroom.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το κόψιμο με μυτερό ψαλίδι είναι επικίνδυνο για τα μικρά παιδιά.

απόκομμα

noun (often plural (newspaper clipping)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Arnold kept a scrapbook of all the cuttings from his long career as a newspaperman.
Ο Άρνολντ κρατούσε ένα λεύκωμα με αποκόμματα από τη μακρά του θητεία ως ρεπόρτερ εφημερίδας.

μόσχευμα

noun (stem, etc., for planting) (για φύτεμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Grace took a cutting from my garden to plant in her own.
Η Γκρέις πήρε ένα μόσχευμα από τον κήπο μου για να το φυτεύσει στο δικό της.

αιχμηρός, καυστικός

adjective (figurative (remark: hurtful) (μεταφορικά: σχόλιο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The reviewer had some cutting things to say about the aging soprano.
Ο κριτικός είχε μερικά αιχμηρά σχόλια για τη γηράσκουσα σοπράνο.

κοφτερός, αιχμηρός

adjective (used for cutting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Always keep fingers away from the cutting edge of a knife.

μοντάζ

noun (radio, TV editing)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The sitcom episode is in the cutting stage, but it should be available soon.

διαχωρισμός

noun (horseriding event) (ιππασία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Drake won ribbons in cutting and roping at the last competition.

κόβω

transitive verb (chop or slice into pieces)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mother cut her daughter's dinner into small pieces.
Η μητέρα τεμάχισε το φαγητό της κόρης της σε μικρά κομμάτια.

κάνω τομή

transitive verb (slice into [sth/sb]) (σε κάποιον, κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The doctor cut the patient to begin his surgery.
Ο γιατρός έκανε τομή στον ασθενή για να ξεκινήσει την επέμβαση.

κόβω

transitive verb (trim)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My hair is getting too long, so I'll need to cut it soon.
Τα μαλλιά μου έχουν μακρύνει πολύ και σύντομα θα χρειαστεί να τα κόψω (or: κουρέψω).

κόβω

transitive verb (figurative (reduce, edit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to cut some time off the length of this speech.
Πρέπει να περικόψουμε την ομιλία γιατί δεν μας φτάνει ο χρόνος.

κόβω κτ σε κτ, τεμαχίζω κτ σε κτ

(chop up, slice [sth])

The mother cut her daughter's dinner into small pieces.
Η μητέρα έκοψε το φαγητό της κόρης της σε μικρά κομμάτια.

κόβω

(slice [sth] with a knife, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The surgeon cut into the patient's chest.
Ο χειρούργος έκανε μια τομή στο στήθος του ασθενή.

ρίχνω

transitive verb (figurative (prices: reduce) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The supermarket chain is cutting its prices in order to attract more customers.
Το σουπερμάρκετ ρίχνει τις τιμές του για να προσελκύσει περισσότερους πελάτες.

κόβω

(dig: into skin, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The handle of the shopping bag was cutting into his fingers.
Το χερούλι της τσάντας με τα ψώνια του έκοβε τα δάχτυλά.

κόψιμο, σχίσιμο

noun (incision)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cut was four centimetres long.
Η τομή (or: σχισμή) είχε μήκος τέσσερα εκατοστά.

κόψιμο

noun (act of cutting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cut took less than a second to perform.

περικοπή

noun (figurative, often plural (reduction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The budget cuts ended some important programmes.
Οι περικοπές στον προϋπολογισμό είχαν ως αποτέλεσμα τον τερματισμό μερικών σημαντικών προγραμμάτων.

περικοπή

noun (excerpt edited out)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The editor made so many cuts that the film became half its original length.

μερίδιο

noun (portion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Your cut will be about five hundred pounds.

μετάβαση

noun (cinema: transition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cut from one scene to another was well done.

λήψη

noun (cinema: version)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Which cut of this scene should we use? I like the first one.

κόψιμο

noun (shape, style) (στιλ, σχήμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I like the cut of that dress.
Μου αρέσει η κοψιά αυτού του φορέματος.

επιλογή

noun (selection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The player made the first cut, and hoped to be selected for the team.

κατ

noun (baseball)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
His curve ball has a wicked cut.

διακοπή

noun (power)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The power cut lasted for six hours.
Η διακοπή ρεύματος κράτησε έξι ώρες.

σχόλιο

noun (hurtful remark)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She hurt him with a nasty cut directed at his mother.

κομμάτι, μέρος

noun (meat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Which cut of meat would you recommend for a stew?
Ποιο κομμάτι (or: μέρος) κρέατος θα συνιστούσες για στιφάδο;

κροτάλισμα

noun (whip) (ήχος μαστιγίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You could hear the cut of the lion tamer's whip.

κόβω

intransitive verb (be able to slice)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Does this knife cut well?

κόβομαι

intransitive verb (undergo slicing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The soft cheese cuts well, and does not crumble.
Το μαλακό τυρί κόβεται εύκολα και δεν θρυμματίζεται.

κόβω

intransitive verb (do the cutting)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This knife cuts cleanly.

πονάω

intransitive verb (hurt) (προκαλώ πόνο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ouch. The news that he got remarried really cuts.
Ωχ! Η είδηση πως ξαναπαντρεύτηκε τσούζει πραγματικά.

κατ, στοπ

intransitive verb (cinema: stop filming)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
And cut! Let's redo this scene.

κόβω

intransitive verb (cards: divide pack)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'll shuffle the cards and Henry can cut.

τραβάω χαρτί

intransitive verb (cards: choose dealer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let's cut, and the person with the highest card can deal.

κόβω

intransitive verb (change direction suddenly) (προς μια κατεύθυνση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The basketball player cut to the right and shot the ball.
Ο μπασκετμπολίστας έκοψε δεξιά και σούταρε.

πηδάω

(cinema: make abrupt transition) (απότομη μετάβαση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It showed the scene of the child playing and then cut to the war scene.
Έδειχνε τη σκηνή του παιδιού που έπαιζε και μετά πήδηξε στη σκηνή του πολέμου.

στερώ

(figurative (detract from) (κάτι από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This recession is really cutting into my luxury lifestyle!

διακόπτω

(conversation: interrupt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Roger apologized for cutting into our conversation, but said that he had some urgent news.

κόβω

transitive verb (flower: snip the stalk of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He cut some flowers to take to his girlfriend.

κόβω

transitive verb (slang, figurative (omit or cease) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please cut the jokes. Just tell us what happened.
Κόψε την πλάκα σε παρακαλώ και πες μας απλά τι έγινε.

κόβω

transitive verb (figurative, informal (turn off, stop) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cut the music. We need to talk for a while.
Κλείσε τη μουσική. Πρέπει να κουβεντιάσουμε λιγάκι.

διασταυρώνομαι

transitive verb (intersect)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The railway line cuts the highway just beyond the town.

πονάω

transitive verb (figurative (cause pain) (προκαλώ πόνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Your remark really cut me badly.

κόβω

transitive verb (shape, sculpt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The stonemason will cut the granite into stepping stones.

ανοίγω

transitive verb (path, swathe: create, make) (δρόμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He cut a path through the field of corn with his tractor.
Άνοιξε με το τρακτέρ του ένα μονοπάτι μέσα από το καλαμποκοχώραφο.

κόβω

transitive verb (cards: divide pack)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you want to cut the deck, or should I just deal now?

χτυπάω κοφτά

transitive verb (golf: slice)

If you cut the ball, it will go into the trees.

αντέχω

transitive verb (slang, figurative (cope with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you can't cut the pressure, just go away before we begin to work.

κάνω κοπάνα

transitive verb (US, slang, figurative (skip) (από κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The student cut class on Tuesday to go to the lake.

αραιώνω

transitive verb (alcohol, drug: dilute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Some bartenders cut the vodka with water.

στειρώνω

transitive verb (animal: castrate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to cut those calves before next week.

βγάζω

transitive verb (colloquial (baby: grow teeth) (δόντια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The baby cried all night when he cut his teeth, and his poor father couldn't sleep either.
Το μωρό έκλαιγε όλη νύχτα όταν έβγαζε δόντια και ούτε ο καημένος ο πατέρας του δεν μπορούσε να κοιμηθεί.

κροταλίζω

transitive verb (whip) (τινάζω μαστίγιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The lion tamer cut the whip with a loud crack.

στην πρώτη γραμμή

adverb (figurative (at the forefront) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην αιχμή

adverb (figurative (at the forefront of [sth]) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In 1440 Gutenberg's printing press was at the cutting edge of technology.

μείωση εξόδων

noun (business: reduce expenses)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μείωσης εξόδων

adjective (to reduce expenses) (σε γενική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (film: jump cuts)

οριζόντιο θέμα

noun (affects multiple areas) (μεταφορικά)

οριζόντιος

adjective (issue, concern: intersecting) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σανίδα κοπής

noun (surface for chopping food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Don't cut the meat directly on the counter. Please use the cutting board.

που είναι η τελευταία λέξη του

noun as adjective (figurative (advanced)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This cutting-edge hydrogen motor will revolutionize the auto industry.
Αυτός ο προηγμένος κινητήρας υδρογόνου θα φέρει την επανάσταση στην αυτοκινητοβιομηχανία.

η τελευταία λέξη

noun (forefront of [sth]) (μτφ, καθομ: με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cosmology is the cutting edge of modern science.
Η κοσμολογία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της σύγχρονη επιστήμης.

τσίμα τσίμα

noun (informal, figurative (finishing just in time) (ανεπίσημο: οριακά, ίσα ίσα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αίθουσα μοντάζ

(movie industry)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απόκομμα εφημερίδας

noun (clipping from a news publication)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επιλεκτική υλοτομία

noun (forestry: felling of certain trees) (προστασία δασών)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cutting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cutting

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.