Τι σημαίνει το damned στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης damned στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του damned στο Αγγλικά.

Η λέξη damned στο Αγγλικά σημαίνει καταραμένος, αναθεματισμένος, καταραμένος, διαβολεμένα, διαολεμένα, κολασμένα, απόλυτος, οι κολασμένοι, οι καταραμένοι, αναθεματισμένος, καταραμένος, φτου, Παράτα...!, φοβερά, απίστευτα, καταριέμαι, βρισιά, απίστευτα ενοχλητικός, πολύ βαρετός, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, πολύ ενοχλητικός, βρε που να με πάρει!, να με πάρει και να με σηκώσει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης damned

καταραμένος

adjective (religion: condemned to Hell)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
In some Christian theology, damned souls spend eternity in hell, while the righteous ascend to heaven.

αναθεματισμένος, καταραμένος

adjective (potentially offensive, slang (awful, annoying) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
That damned cat has trampled my flower beds again!

διαβολεμένα, διαολεμένα, κολασμένα

adverb (potentially offensive, slang (intensifier) (ανεπ, εμφατικός τύπος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He's too damned lazy to do his share of the housework.

απόλυτος

adjective (potentially offensive, slang (complete) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Having to replace a passport is a damned nuisance.

οι κολασμένοι, οι καταραμένοι

plural noun (condemned people)

Hieronymus Bosch painted marvelously detailed depictions of the damned suffering torments in hell.

αναθεματισμένος, καταραμένος

adjective (slang, potentially offensive (hated)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
That damn rabbit ate my lettuce again.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γιατί κάθεσαι ακόμα σ' αυτή τη σκατοδουλειά;

φτου

interjection (slang, potentially offensive (surprise realisation) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Damn! I forgot my wallet.
Γαμώτο! Ξέχασα το πορτοφόλι μου.

Παράτα...!

interjection (anger, contempt) (κάποιον)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Damn him! He's such a jerk!
Γαμησέ τον! Είναι πολύ μαλάκας!

φοβερά, απίστευτα

adverb (slang, potentially offensive (intensifier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mary bakes a damn good pie.
Η Μαίρη φτιάχνει μια γαμάτη πίτα.

καταριέμαι

transitive verb (often passive (condemn) (εγώ κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They were damned by the gods.
Τους είχαν καταραστεί οι θεοί.

βρισιά

noun (curse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He let slip a damn when he trapped his finger.

απίστευτα ενοχλητικός

adjective (slang, potentially offensive (extremely irritating)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Would you please cut out that humming? It's damned annoying.

πολύ βαρετός

adjective (potentially offensive, slang (tedious) (αργκό,πιθανώς προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

adjective (figurative (in no-win situation) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολύ ενοχλητικός

adjective (potentially offensive, slang (annoying) (αργκό,πιθανώς προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βρε που να με πάρει!

interjection (potentially offensive, slang (surprise, disbelief)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Well, I'll be damned; if it isn't my long-lost sister!

να με πάρει και να με σηκώσει

expression (potentially offensive, slang (defiance) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll be damned if I'm going to let you take our son!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του damned στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του damned

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.