Τι σημαίνει το drawing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης drawing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του drawing στο Αγγλικά.

Η λέξη drawing στο Αγγλικά σημαίνει σχέδιο, ζωγραφική, σχεδιάζω, ζωγραφίζω, σχεδιάζω, τραβάω, προσελκύω, προκαλώ, έρχομαι ισοπαλία, φέρνω ισοπαλία, πόλος έλξης, ισοπαλία, έλξη, κλήρωση, ρουφηξιά, τράβηγμα, τράβηγμα, ρέμα, ισοπαλία, σχεδιάζω, ζωγραφίζω, πλησιάζω, τραβάω όπλο, τραβάω κλήρο, ζαρώνω, σουφρώνω, τραβάω, τραβώ, παίρνω ιδέες από κτ, τραβάω, τραβώ, αντλώ, τραβάω, τραβώ, αντλώ, παίρνω, σηκώνω, τραβάω, βγάζω, παίρνω, βγάζω, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, τεντώνω, αφήνω να τραβήξει, περνάω, βγάζω κτ από κτ, ξανά από την αρχή, σχέδιο με κάρβουνο, τράπεζα σχεδίασης, το μεγάλο ατού, χαρτί σχεδίου, πινέζα, ιδιότητα του να τραβάω τον κόσμο, αίθουσα υποδοχής, ελεύθερο σχέδιο, μάθημα σχεδίου εκ του φυσικού με γυμνό μοντέλο, ζωγραφική με γυμνό μοντέλο, σχέδιο με μολύβι, σχέδιο με μολύβι, σχέδιο υπό κλίμακα, τεχνικό σχέδιο, τεχνικό σχέδιο, περίγραμμα, πλαίσιο, σχεδιάγραμμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης drawing

σχέδιο

noun (depiction, sketch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I like Picasso's drawings of bullfighters.
Μου έφτιαξε ένα σκαρίφημα για να βρω το σπίτι του ευκολότερα.

ζωγραφική

noun (activity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Drawing is one of my favourite activities.
Το σχέδιο είναι μια από τις αγαπημένες μου ασχολίες.

σχεδιάζω

intransitive verb (sketch, do drawings) (απλές γραμμές)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The artist picked up a sketch pad and began to draw.
Ο ζωγράφος πήρε ένα μπλοκ και ξεκίνησε να σχεδιάζει (or: ζωγραφίζει).

ζωγραφίζω, σχεδιάζω

transitive verb (sketch a picture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I like to draw trees on my school books.
Μου αρέσει να ζωγραφίζω (or: σχεδιάζω) δέντρα στα σχολικά μου βιβλία.

τραβάω

transitive verb (a weapon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cowboy drew his gun to show that he was serious.
Ο καουμπόι τράβηξε το όπλο του για να δείξει ότι μιλούσε σοβαρά.

προσελκύω

transitive verb (attract)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fights usually draw large crowds.
Οι αγώνες πάλης συνήθως προσελκύουν (or: τραβάνε) πολύ κόσμο.

προκαλώ

transitive verb (figurative (elicit, arouse) (εκνευρισμός, θυμός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Racial remarks will usually draw anger from others.
Τα ρατσιστικά σχόλια συνήθως προκαλούν οργή στους άλλους.

έρχομαι ισοπαλία, φέρνω ισοπαλία

intransitive verb (tie a game)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Neither team won the game; they drew.
Καμία ομάδα δε νίκησε. Ήρθαν (or: έφεραν) ισοπαλία.

πόλος έλξης

noun (attraction)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The governor's speech was a big draw, so there were many people in attendance.
Η ομιλία του κυβερνήτη ήταν μεγάλος πόλος έλξης, κι έτσι την παρακολούθησαν πολλά άτομα.

ισοπαλία

noun (tied game)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The football match was a draw.
Ο ποδοσφαιρικός αγώνας έληξε με ισοπαλία.

έλξη

noun (power to attract)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The man had some sort of draw on women that we couldn't understand.

κλήρωση

noun (lots; drawing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A draw was used to create four teams. She won the draw for the blueberry pie.

ρουφηξιά

noun (smoking: inhalation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A draw of cigarette smoke is often followed by a cough.

τράβηγμα

noun (removal of a gun) (όπλου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cowboy had a quick draw and shot the other cowboys first.

τράβηγμα

noun (pull)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His draw of a four from the hat put him on team four.

ρέμα

noun (US (gully)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The horsemen are waiting in the draw behind that hill.

ισοπαλία

noun (American football)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The quarterback called for a draw, and ran to his left.

σχεδιάζω, ζωγραφίζω

intransitive verb (sketch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She likes to spend her time drawing.

πλησιάζω

intransitive verb (approach)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As he drew close to home, he heard the sound of the fire.

τραβάω όπλο

intransitive verb (take out a weapon)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cowboy drew quickly.

τραβάω κλήρο

intransitive verb (select [sth] by lots)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We will draw from a hat to see who goes on which team.

ζαρώνω, σουφρώνω

intransitive verb (contract, wrinkle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She drew her brow in deep thought.

τραβάω, τραβώ

intransitive verb (tea: brew) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Leave the tea alone! Just let it draw.
Μην πειράζεις το τσάι! Άφησέ το να τραβήξει.

παίρνω ιδέες από κτ

phrasal verb, intransitive (takes, gets ideas from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραβάω, τραβώ

transitive verb (pull [sth] behind)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The truck is strong enough to draw a one-ton trailer.

αντλώ

transitive verb (extract [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before people had running water in their homes, they would have to go to a well to draw water.

τραβάω, τραβώ

transitive verb (curtain, drapes: pull shut) (τις κουρτίνες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Each night they draw the curtains.

αντλώ, παίρνω

transitive verb (take, obtain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He draws inspiration from his past.

σηκώνω, τραβάω, βγάζω

transitive verb (withdraw money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He draws fifty dollars from my account every Friday.

παίρνω

transitive verb (earn) (μισθό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He draws a large salary.

βγάζω

transitive verb (formulate) (συμπέρασμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can draw whatever conclusion you want, but I believe that he did it.

τραβάω, τραβώ

transitive verb (select [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's draw sticks to see who has to go. Longer stick wins.

τραβάω, τραβώ

transitive verb (cards: take out) (χαρτί τράπουλας, φύλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She drew a card from the top of the deck.

τεντώνω

transitive verb (bow: bend to shoot arrow) (τόξο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The archer draws his bow, and then releases the arrow.

αφήνω να τραβήξει

transitive verb (tea: brew)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She never draws the tea properly - it's always too weak.
Δεν αφήνει ποτέ το τσάι να τραβήξει όσο πρέπει και είναι πάντα αδύναμο.

περνάω

transitive verb (bow: pull across strings)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lisa drew her bow gently across the strings of her violin.

βγάζω κτ από κτ

(extract from)

Martha drew water from the well.

ξανά από την αρχή

adverb (figurative, informal (starting over)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχέδιο με κάρβουνο

noun ([sth] drawn in charcoal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Constable's great paintings were often based on charcoal drawings.

τράπεζα σχεδίασης

noun (support for paper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

το μεγάλο ατού

noun (figurative ([sth] that attracts patrons) (καθομιλουμένη)

χαρτί σχεδίου

noun (paper for drawing, sketching)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πινέζα

noun (UK (flat-headed pin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You'll need drawing pins to fix your poster to the board.

ιδιότητα του να τραβάω τον κόσμο

noun (ability to attract people)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We use celebrities in the ads because they have great drawing power.
Χρησιμοποιούμε σελέμπριτις στις διαφημίσεις γιατί τραβάνε τον κόσμο.

αίθουσα υποδοχής

noun (dated (parlour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After dinner, the ladies retired to the drawing room.

ελεύθερο σχέδιο

noun (drawing without use of aids)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μάθημα σχεδίου εκ του φυσικού με γυμνό μοντέλο

noun (nude drawing lesson)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζωγραφική με γυμνό μοντέλο

noun (art: drawing from a nude model)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σχέδιο με μολύβι

noun (unshaded drawing done with linear marks) (χωρίς σκιές)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Now that you've mastered line drawing you need to start using shade. When doing a painting it's a good idea to do a quick line drawing first.

σχέδιο με μολύβι

noun (picture drawn using graphite pencil)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The young man created a detailed pencil drawing using the cross-hatch method.

σχέδιο υπό κλίμακα

noun (illustration made in proportion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Henrietta made a scale drawing of her garden. The artist began with a scale drawing of the planned mural.
Η Εριέττα έκανε ένα σχέδιο του κήπου της υπό κλίμακα. Ο καλλιτέχνης άρχισε με ένα σχέδιο υπό κλίμακα της προβλεπόμενης τοιχογραφίας.

τεχνικό σχέδιο

noun (architecture, etc.: precise picture)

τεχνικό σχέδιο

noun (uncountable (draftsmanship) (ικανότητα)

περίγραμμα, πλαίσιο, σχεδιάγραμμα

noun (drawn plan, outline)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του drawing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του drawing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.