Τι σημαίνει το else στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης else στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του else στο Αγγλικά.

Η λέξη else στο Αγγλικά σημαίνει άλλος, άλλος, αλλιώς, ή, αλλιώς, πάνω απ' όλα, και τα λοιπά, οποιοσδήποτε άλλος, κανένας άλλος, κανείς άλλος, οτιδήποτε άλλο, οπουδήποτε αλλού, όλοι οι υπόλοιποι, όλοι οι άλλοι, όλα τα υπόλοιπα, όλα τα άλλα, τουλάχιστον, όσο τίποτε άλλο, ασύγκριτος, μοναδικός, μετατρέπω σε, μπερδεύω κάποιον με κάποιον άλλο, περνάω κάποιον για κάποιον άλλο, περνάω κάτι για, κανένας άλλος, κανείς άλλος, τίποτα άλλο, μόνο, αποκλειστικά, πουθενά αλλού, ή αλλιώς, ή εναλλακτικά, το καλό που σου θέλω, για νέο μας το λες;, κάποιος άλλος, κάτι άλλο, κάτι άλλο, κάτι ακόμα, το κάτι άλλο, κάπου αλλού, Τι άλλο;, πότε άλλοτε, πού αλλού, πού αλλού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης else

άλλος

adjective (thing other than)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
I can't wear that pink dress! Have you got anything else?
Δε μπορώ να φορέσω αυτό το ροζ φόρεμα! Κάτι άλλο δεν έχεις;

άλλος

adjective (in addition to)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
I'll take the apples, but what else do you have?
Θα πάρω τα μήλα, αλλά τι άλλο έχεις;

αλλιώς

adverb (if not)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Will red suit you? Else I can only offer blue.
Σου κάνει το κόκκινο; Αλλιώς μπορώ να σου προσφέρω μόνο το μπλε.

ή

adverb (otherwise)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Say something useful or else stay quiet.
Πες κάτι χρήσιμο ή μείνε σιωπηλός.

αλλιώς

adverb (threat)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Write good sentences, or else!
Το καλό που σου θέλω, γράψε καλές προτάσεις!

πάνω απ' όλα

adverb (most importantly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Above all else, the company must make a profit.

και τα λοιπά

adverb (etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οποιοσδήποτε άλλος

pronoun (any other person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If anyone else knows the lyrics, then please sing along.

κανένας άλλος, κανείς άλλος

pronoun (with negative: no other person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't see anyone else I know here.

οτιδήποτε άλλο

noun (any other thing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you want me to get anything else from the shops?
Θέλεις να πάρω οτιδήποτε άλλο από τα μαγαζιά;

οπουδήποτε αλλού

noun (any other place)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I'd rather be anywhere else right now.

όλοι οι υπόλοιποι, όλοι οι άλλοι

noun (all other people)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Why haven't you left home like everyone else? I try to be original, rather than imitate everyone else.

όλα τα υπόλοιπα, όλα τα άλλα

pronoun (all other things)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I ordered the salad, since everything else on the menu had meat.

τουλάχιστον

expression (at least)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's a long flight, but if nothing else, you can finish reading that novel.

όσο τίποτε άλλο

adverb (in a unique way)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The sound of babies crying irritates me like nothing else.

ασύγκριτος, μοναδικός

adjective (unique)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The train ride through the Swiss Alps was like nothing else.

μετατρέπω σε

verbal expression (transform [sth]) (τροποποιώ)

She made her old pair of jeans into a new skirt.

μπερδεύω κάποιον με κάποιον άλλο, περνάω κάποιον για κάποιον άλλο

transitive verb (identify wrongly) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I didn't recognize her voice and mistook her for Jenny.
Δεν αναγνώρισα τη φωνή της και την πέρασα για την Τζένη.

περνάω κάτι για

transitive verb (choose wrongly) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I mistook the car for a newer model and paid too much for it.
Πέρασα το αυτοκίνητο για νεότερο μοντέλο και το πλήρωσα πολύ ακριβά.

κανένας άλλος, κανείς άλλος

pronoun (not any other person)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

τίποτα άλλο

pronoun (not anything more)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I'm in the mood for ice cream, nothing else will do. There is nothing else to say.
Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να πω.

μόνο, αποκλειστικά

preposition (only, solely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nothing else but violin is needed to complete this orchestration.

πουθενά αλλού

pronoun (not in any other place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ή αλλιώς, ή εναλλακτικά

adverb (otherwise, if not)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Choose ham and eggs, or else ham and cheese.
Επίλεξε ζαμπόν και αυγά ή αλλιώς ζαμπόν και τυρί.

το καλό που σου θέλω

interjection (informal (expressing a threat)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You will do as I say, or else!
Το καλό που σου θέλω, θα κάνεις αυτό που λέω!

για νέο μας το λες;

interjection (informal (not surprised) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Yes, you're late again—so what else is new?

κάποιος άλλος

noun (another person)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
I don't want to do it - ask someone else.
Δεν θέλω να το κάνω. Ζήτα το από κάποιον άλλο.

κάτι άλλο

noun ([sth] different)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sam wanted shrimp for dinner but had to settle for something else.
Ο Σαμ ήθελε γαρίδες για βραδινό, αλλά έπρεπε να συμβιβαστεί με κάτι άλλο.

κάτι άλλο, κάτι ακόμα

noun ([sth] additional)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Would you like something else to drink?
Θα ήθελες να πιεις κάτι ακόμα;

το κάτι άλλο

noun (figurative, slang ([sth] very impressive) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His new car's something else! - it´s amazing! Wow! - now that painting is really something else!
Το καινούριο του αυτοκίνητο είναι το κάτι άλλο! Είναι φοβερό! Ουάου! Αυτός ο πίνακας είναι πράγματι άλλο πράγμα!

κάπου αλλού

adverb (in another place)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
When they saw the menu they decided to go somewhere else for lunch. My keys must be someplace else, as they are not where I normally leave them.

Τι άλλο;

expression (is there something additional?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We need zucchini, corn, chicken, olive oil—what else?

πότε άλλοτε

adverb (at another time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
If not now, when else?
Αν όχι τώρα, πότε άλλοτε;

πού αλλού

conjunction (in what other place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πού αλλού

adverb (in what other place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του else στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του else

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.