Τι σημαίνει το fever στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fever στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fever στο Αγγλικά.

Η λέξη fever στο Αγγλικά σημαίνει πυρετός, τρέλα, φέρνω σε παροξυσμό, σύνδρομο εγκλεισμού, παραλήρημα, πυρετός, λοιμώδης μονοπυρήνωση, πυρετός χρυσοθηρίας, αλλεργικό συνάχι, υψηλός πυρετός, ψηλός πυρετός, ελονοσία, μαλάρια, λεπτοσπείρωση, ελονοσία, επιλόχειος πυρετός, ρευματικός πυρετός, έχω πυρετό, οστρακιά, κηλιδοβλατιδώδης πυρετός, χαρά που ήρθε η άνοιξη, ενθουσιασμός που ήρθε η άνοιξη, γρίπη των χοίρων, πυρετός των χαρακωμάτων, τύφος, τυφοειδής πυρετός, τύφος, τυφοειδής πυρετός, κίτρινος πυρετός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fever

πυρετός

noun (medical: high temperature)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nate didn't go to work because he has a fever.
Ο Νέιτ δεν πήγε στη δουλειά γιατί έχει πυρετό.

τρέλα

noun (figurative, informal, as suffix (desire) (καθομιλουμένη: με κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tom has baby fever, but his wife doesn't want to have children yet.

φέρνω σε παροξυσμό

verbal expression (informal (make frenzied)

The crowd were brought to fever pitch when the band walked onto the stage.

σύνδρομο εγκλεισμού

noun (figurative (boredom caused by confinement)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παραλήρημα

noun (delirium) (από πυρετό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πυρετός

noun (much excitement) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λοιμώδης μονοπυρήνωση

noun (UK (infection: mononucleosis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πυρετός χρυσοθηρίας

noun (frenzy over gold mining) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Thousands of men with gold fever streamed into the Yukon.

αλλεργικό συνάχι

noun (allergy to pollen)

He takes medication for his hay fever every summer. I dread springtime, because I always suffer from hay fever.
Τρέμω στην ιδέα της άνοιξης γιατί πάντα υποφέρω από αλλεργική ρινίτιδα.

υψηλός πυρετός, ψηλός πυρετός

noun (extremely elevated temperature)

She had such a high fever that we took her to the emergency room.

ελονοσία, μαλάρια

noun (malaria: tropical disease)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many of the troops who fought in the Far East in WW2 suffered from jungle fever.

λεπτοσπείρωση

noun (medicine: disease)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελονοσία

noun (infectious disease) (ασθένεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many thousands of children die from malaria each year.
Πολλές χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν από ελονοσία κάθε χρόνο.

επιλόχειος πυρετός

noun (post-childbirth infection)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Puerperal fever after childbirth caused more deaths in Victorian England than did tuberculosis.

ρευματικός πυρετός

noun (infection causing joint pain)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έχω πυρετό

verbal expression (have a high temperature)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The baby was running a fever of 39C so her mother took her to the hospital.

οστρακιά

noun (contagious disease with rash) (ασθένεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κηλιδοβλατιδώδης πυρετός

noun (disease with high temperature and rash) (ιατρική: μολυσματική ασθένεια)

χαρά που ήρθε η άνοιξη, ενθουσιασμός που ήρθε η άνοιξη

noun (informal, figurative (excitement at spring)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Spring fever's upon me again: I went and bought 200 seedlings this morning.

γρίπη των χοίρων

noun (pig disease)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πυρετός των χαρακωμάτων

noun (infection with high temperature)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τύφος

noun (typhoid fever)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Zeke passed away soon after he contracted typhoid.

τυφοειδής πυρετός

noun (infectious disease)

Typhoid fever is transmitted by ingesting contaminated food or water.

τύφος

noun (typhus fever)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τυφοειδής πυρετός

noun (infectious disease)

Typhus fever was often common in prisons due to crowded conditions and poor hygiene.

κίτρινος πυρετός

noun (infectious febrile disease)

I caught yellow fever on a trip to Africa.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fever στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fever

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.