Τι σημαίνει το filhó στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης filhó στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του filhó στο πορτογαλικά.
Η λέξη filhó στο πορτογαλικά σημαίνει γιος, νεαρέ μου, αγόρι μου, γιε μου, απόγονος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, Υιός, μικρέ, μικρή, παιδί, αγόρι, τέκνο, τηγανίτα, μπάσταρδος, μαλάκας, παπάρας, μαλάκας, καρπός παράνομου έρωτα, μουνί, κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα, άντε και γαμήσου!, γαμιέσαι!, γαμημένε!, μαλάκας, μοναδικό βρέφος σε γέννα, εξώγαμο παιδί, θετός γιος, καθίκι, κάθαρμα, τομάρι, παιδί στρατιωτικού του αμερικανικού στρατού, μπάσταρδος, σόι πάει το βασίλειο, θετό παιδί, γνήσιο τέκνο, ο Υιός του Θεού ο Μονογενής, Υιός του Θεού, Ιησούς Χριστός, μοναχοπαίδι, ενήλικο παιδί, σκατόφατσα, μεσαίο παιδί, πρωτότοκο παιδί, μεγαλύτερο παιδί, μαλάκας, διάδοχος, αγόρι, τα παίρνω στο κρανίο, τα παίρνω, μεγαλώνω από κοινού κπ, μαλάκας, καριόλης, γαμιόλης, νόθο,εξώγαμο παιδί, γεννώ, γεννάω, μεγαλώνω από κοινού το παιδί, λεχρίτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης filhó
γιοςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) O nome do filho dele é Matt. Ο γιος του λέγεται Ματ. |
νεαρέ μου, αγόρι μου, γιε μουsubstantivo masculino (termo de tratamento: jovem) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Filho, é melhor você prestar atenção nas suas maneiras. Νεαρέ, το καλό που σου θέλω να προσέχεις τους τρόπους σου! |
απόγονοςsubstantivo masculino (descendente) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) "Vocês não são filhos de Adão, que foi criado do pó?" |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>substantivo masculino (membro) Ele é um verdadeiro filho dessa universidade. |
Υιός(Cristo) A Trindade consiste do Pai, do Filho e do Espírito Santo. |
μικρέ, μικρή(termo afetivo: filho) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
παιδί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Acabamos de ter nosso primeiro filho. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Στην αίτηση υπάρχει η επιλογή τέκνα. Εκεί θα γράψεις πόσα παιδιά έχεις. |
αγόρι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Meu filho cuida da mãe dele. Το αγόρι μου μοιάζει στην μητέρα του. |
τέκνο(μτφ, λόγιος: δημιούργημα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) William Hazlitt uma vez escreveu "O preconceito é fruto da ignorância". |
τηγανίτα(massa frita) (τηγανισμένο κουρκούτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μπάσταρδος(ofensivo) (μεταφορικά: προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nosso chefe é um verdadeiro desgraçado. Το αφεντικό μας είναι μεγάλη λέρα. |
μαλάκας, παπάρας(informal, gíria) (προσβλητικό, χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μαλάκαςsubstantivo masculino (ofensivo) (υβριστικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καρπός παράνομου έρωτα(pejorativo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μουνί(BRA, vulgar, insulto) (αργκό, χυδαίο, προσβλητικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O babaca na minha frente dirige como um idiota. Αυτή η μαλάκω μπροστά μου δεν ξέρει να οδηγεί. |
κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέραexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άντε και γαμήσου!, γαμιέσαι!, γαμημένε!interjeição (vulgar, figurativo) (προσβλητικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
μαλάκας(vulgar) (χυδαίο, προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Edward pensava que Larry era um filho da puta. Ο Έντουαρντ σκέφτηκε πως ο Λάρρυ ήταν ένας μαλάκας. |
μοναδικό βρέφος σε γέννα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εξώγαμο παιδί
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
θετός γιος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καθίκι, κάθαρμα, τομάρι(gíria, vulgar, ofensivo!!!) (καθομιλουμένη, προσβλητικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παιδί στρατιωτικού του αμερικανικού στρατού
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μπάσταρδος(antigo, ofensivo) (μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σόι πάει το βασίλειοexpressão (informal) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θετό παιδί(filho criado por pais adotivos) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γνήσιο τέκνο(antiquado) (ξεπερασμένο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ο Υιός του Θεού ο Μονογενής(cristianismo: Jesus) (χριστιανισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Υιός του Θεού, Ιησούς Χριστόςsubstantivo masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μοναχοπαίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Minha mãe é filha única, mas meu pai tem cinco irmãos. Η μητέρα μου είναι μοναχοπαίδι, αλλά ο πατέρας μου έχει πέντε αδέρφια. |
ενήλικο παιδί
|
σκατόφατσαexpressão (insulto, vulgar) (αργκό, προσβλητικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεσαίο παιδίsubstantivo masculino |
πρωτότοκο παιδί, μεγαλύτερο παιδί
|
μαλάκας(gíria, ofensivo) (καθομιλουμένη, προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
διάδοχος(Espanha, Portugal) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγόρι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τα παίρνω στο κρανίο, τα παίρνωexpressão verbal (inf., ficar enfurecido) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεγαλώνω από κοινού κπlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαλάκας, καριόλης, γαμιόλης(vulgar) (προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
νόθο,εξώγαμο παιδί(filho ilegítimo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γεννώ, γεννάωlocução verbal (gíria) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μεγαλώνω από κοινού το παιδίlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λεχρίτης(gíria, figurado, ofensivo) (καθομ, προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Aquele cara é um filho da puta. Ο τύπος είναι και πολύ λεχρίτης. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του filhó στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του filhó
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.