Τι σημαίνει το foot στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης foot στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του foot στο Αγγλικά.

Η λέξη foot στο Αγγλικά σημαίνει πόδι, πόδι, πόδι, βάση, βήμα, πεζικό, πόδι, πόδια, κατακάθι, περπατώ, πατώ, πατάω, πληρώνω, μύκητες, μήλο, δεμένος χειροπόδαρα, είμαι δεμένος χειροπόδαρα, δεμένος χειροπόδαρα, στρεβλοποδία, ραιβοϊπποποδία, κυβικό πόδι, πλατυποδία, ναύτης, φάσκιωμα ποδιών, δέσιμο ποδιών, ποδίατρος, ποδολόγος, επιβάτης χωρίς αυτοκίνητο, τρόμπα, αγώνας δρόμου, πεζηκάριος, εργάτης, πληρώνω το λογαριασμό, πεζοί, ποδόλουτρο, πονάνε τα πόδια μου, απ' την κορφή ως τα νύχια, ξεκινάω στραβά, κάνω το πρώτο βήμα, λαγοπόδαρο, με τα πόδια, σε θέση άμυνας, βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, γκαζώνω, πατάω πόδι, κάνω γκάφα, πατάω, πατώ, τετραγωνικό πόδι, άλλαξαν τα πράγματα, πόδι των χαρακωμάτων, νηκτικό πόδι, πόδι με νηκτική μεμβράνη, κάνω κπ να χάσει την ισορροπία του, διαψεύδω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης foot

πόδι

noun (anatomy: end of leg) (κάτω από τον αστράγαλο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He kicks best with his right foot.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Υποφέρει από μια μόλυνση στο πέλμα του.

πόδι

noun (measure: 0.3048 m) (μονάδα μέτρησης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The box was a little more than one foot wide.
Το κουτί είχε πλάτος λίγο περισσότερο από ένα πόδι.

πόδι

noun (base)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The foot of this cabinet needs repairing.
Το πόδι αυτού του ντουλαπιού χρειάζεται επισκευή.

βάση

noun (bottom)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She looked up from the foot of the stairs.
Στάθηκε στη βάση της σκάλας και κοίταξε κατά πάνω.

βήμα

noun (tread, step)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
With each foot he took he was drawing nearer the edge.

πεζικό

noun (infantry)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He led a regiment of foot in the Civil War.

πόδι

noun (chair, table leg: end)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The table's front legs both ended in a scrolled foot.

πόδια

noun (end opposite the head) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The blankets always ended up at the foot of the bed.
Οι κουβέρτες κατέληγαν πάντα στα πόδια του κρεβατιού.

κατακάθι

noun (sediment, dregs) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περπατώ

transitive verb (walk)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car has broken down, so we'll have to foot it.

πατώ, πατάω

transitive verb (walk on, tread)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
On opening night, several actors will foot the stage for the first time.

πληρώνω

transitive verb (informal (pay: a bill)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The father of the bride will foot the bill for the wedding.

μύκητες

noun (fungal infection)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I wear sandals in the shower at the gym so I won't pick up athlete's foot.

μήλο

noun (part of foot at base of big toe) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He stood on the balls of his feet, ready to move.

δεμένος χειροπόδαρα

expression (with hands and feet tied)

The kidnappers left him bound hand and foot in the trunk of the car.
Οι απαγωγείς τον άφησαν δεμένο χειροπόδαρα στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου.

είμαι δεμένος χειροπόδαρα

verbal expression (have hands and feet tied together)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The criminal was bound hand and foot so he couldn't escape.

δεμένος χειροπόδαρα

verbal expression (figurative (inescapably obligated) (μεταφορικά, συνήθως αποδοκιμασίας)

Every child is bound hand and foot by their parents' rules.

στρεβλοποδία, ραιβοϊπποποδία

noun (congenital deformity of the foot) (παραμόρφωση ποδιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Persons with a clubfoot appear to be walking on their ankles.

κυβικό πόδι

noun (measure of volume: one foot cubed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A cubic foot container will hold about 7½ gallons of water.

πλατυποδία

noun (foot condition: low arches)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ναύτης

noun (dated, slang (sailor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φάσκιωμα ποδιών, δέσιμο ποδιών

noun (Chinese foot-wrapping) (Κίνα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ποδίατρος, ποδολόγος

noun (podiatrist)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I went to the foot doctor to have my bunions removed.

επιβάτης χωρίς αυτοκίνητο

noun (car-less boat passenger) (σε πλοίο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τρόμπα

noun (foot-operated pumping device) (όχι ηλεκτρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We inflated the dinghy with a foot pump.

αγώνας δρόμου

noun (running competition)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The three-legged race was always my favorite foot race.

πεζηκάριος

noun (infantry soldier, ground soldier)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It's still the poor foot soldier who has to do all the dirty work in armed conflicts.

εργάτης

noun (ordinary worker)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The real foot soldiers of this company are on the factory floor assembling the products.

πληρώνω το λογαριασμό

intransitive verb (pay the costs)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Insurance company refused my claim, so I had to foot the bill for repairs myself.

πεζοί

noun (pedestrians)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Be careful driving on this street; there is a lot of foot traffic because the university is nearby.

ποδόλουτρο

noun (basin, bowl for washing feet) (συσκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πονάνε τα πόδια μου

adjective (tired from walking) (κούραση)

απ' την κορφή ως τα νύχια

expression (all over your body)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was raining so hard that I was soon drenched from head to foot.

ξεκινάω στραβά

verbal expression (figurative (have a bad start)

κάνω το πρώτο βήμα

verbal expression (figurative (succeed at an initial step) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λαγοπόδαρο

noun (paw of a rabbit kept as a lucky charm)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I always carry my lucky rabbit's foot when I sit an exam.

με τα πόδια

adverb (walking)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
It sometimes takes longer to drive than to get to work on foot.

σε θέση άμυνας

adverb (figurative (on the defensive)

βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό

verbal expression (figurative (do your best)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm not really much good at it but I'll put my best foot forward.

βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό

verbal expression (figurative (make good impression)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Put your best foot forward at the job interview.

γκαζώνω

verbal expression (informal (accelerate, drive faster) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you put your foot down, we can get through the lights before they turn red.

πατάω πόδι

verbal expression (informal, figurative (insist on [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had to put my foot down and tell him I wouldn't lie for him again.

κάνω γκάφα

verbal expression (UK, informal, figurative (make an embarrassing blunder) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πατάω, πατώ

verbal expression (enter)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Liam has never set foot in England. Peter is so rude. I'll never set foot in his house again!
Δεν πάτησε ποτέ ξανά στην Αγγλία. Είναι τόσο αγενής. Δε θα πατήσω ποτέ ξανά σπίτι του!

τετραγωνικό πόδι

noun (often pl (imperial measure: one foot squared)

The room is only twenty-two square feet; that's not a lot of room for furniture!

άλλαξαν τα πράγματα

expression (figurative (circumstances reversed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lily was always scornful of unemployed people; the shoe's on the other foot now that she's lost her job.

πόδι των χαρακωμάτων

noun (foot disease caused by cold and damp) (είδος κρυοπαγήματος)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

νηκτικό πόδι

noun (bird, frog: toes joined) (ζωολογία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πόδι με νηκτική μεμβράνη

noun (person: conjoined toes) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κπ να χάσει την ισορροπία του

transitive verb (make [sb] lose balance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The tennis player hit a shot across the court that wrong-footed his opponent.

διαψεύδω

transitive verb (figurative (make [sb] appear wrong)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The author wrong-footed critics when his book became a surprise bestseller.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του foot στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του foot

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.