Τι σημαίνει το great στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης great στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του great στο Αγγλικά.

Η λέξη great στο Αγγλικά σημαίνει τέλειος, μεγάλος, πολύ μεγάλος, τεράστιος, τεράστιος, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, κεντρικός, τεράστιος, ευγενής, ξακουστός, υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιος, φοβερός, τρομερός, τέλεια, τέλεια!, σπουδαία προσωπικότητα, σημαντική προσωπικότητα, καλή ευκαιρία, πολλά, μεγάλος, πολύ, πολύ, μεγάλη προσπάθεια, που συνηθίζει να κάνει κάτι, πολύ καλά, διαχρονικός, διαχρονικός, με υψηλό κόστος, με μεγάλο τίμημα, με υψηλό κόστος, η μεταθανάτια ζωή, Βρετανία, πολύ, η παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929, κάνω μεγάλη ζημιά, κάνω μεγάλη ζημιά, ΜΒ, Μ.Β., κάνω μεγάλο κόπο για να κάνω κτ, προσπαθώ σκληρά να κάνω κτ, πληθώρα, γηρατειά, μεγάλος πίθηκος, μεγάλος κοραλλιογενής ύφαλος της Αυστραλίας, Μεγάλη Άρκτος, καλλονή, ύψιστο κάλλος, τεράστιος, Ardea herodias, Μεγάλη Βρετανία, ευγενής σκοπός, μολοσσός, η παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του '30, μεγάλη απόσταση, υδροκρίτης στις ΗΠΑ, πολύς κόπος, φιλότιμη προσπάθεια, αργυροτσικνιάς, Μεγάλες Προσδοκίες, καλός φίλος, πολύ διασκεδαστικός, σκωτσέζικη γκάιντα, μπούφος της Βιρτζίνια, επιτυχία, μεγάλη κυρία, Μεγάλες Λίμνες της Βόρειας Αμερικής, μεγάλος άνδρας, τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, μεγάλη ισχύς, επιρροή, μεγάλες δυνάμεις, πολύ καλή τιμή, μεγάλος σεβασμός, μεγάλος σεβασμός για κπ, έντονη ικανοποίηση, έκταση, ευρύτητα, Mεγάλη Σφραγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών, πολύ επιτυχημένος, καλόγερος, μεγάλο δάχτυλο ποδιού, καλή αγορά, σινικό τείχος, λευκός καρχαρίας, καλή δουλειά, εξαιρετική δουλειά, σπουδαίο έργο, μεγάλο έργο, θεία, θεία, δισέγγονος, δισεγγονή, δισεγγονή, προπαππούς, προγιαγιά, προγιαγιά, προπαππούδες, δισέγγονος, προ-προπάππους, προ-προπάππος, προπρογιαγιά, προ-προπάππους, προ-προγιαγιά, τρισέγγονος, γιος του ανιψιού μου, γιος της ανιψιάς μου, ανιψιά, ανεψιά, θείος, θείος, καλόκαρδος, καλόψυχος, μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος, σε μεγάλη αφθονία, σε μεγάλο βαθμό, Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά, Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά, σημαντικό θέμα, εκτενώς, ευρέως, τέλεια, τέλεια, σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο, σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο, ξυπόλυτοι, άπλυτοι, Μεγάλη Άρκτος, με μεγάλη προσοχή, επιμελώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης great

τέλειος

adjective (informal (excellent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The concert was great!
Η συναυλία ήταν τέλεια!

μεγάλος

adjective (numerous) (αριθμός, πλήθος κλπ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was a great crowd outside the door.
Υπήρχε μεγάλο πλήθος έξω από την πόρτα.

πολύ μεγάλος

adjective (unusual in intensity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He had a great love for the Scottish Highlands.
Έτρεφε πολύ δυνατή αγάπη για τα Χάιλαντς της Σκωτίας.

τεράστιος

adjective (unusual in degree)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The party was a great success.
Το πάρτι είχε πολύ μεγάλη επιτυχία.

τεράστιος

adjective (unusual in power)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her death was a great blow to him.
Ο θάνατός της ήταν τεράστιο χτύπημα για αυτόν.

μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός

adjective (important)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Beethoven's Ninth is one of the great pieces of music of its era.
Η Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν είναι ένα από τα μεγάλα έργα της εποχής του.

μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός

adjective (eminent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Churchill was one of Britain's great leaders.
Ο Τσόρτσιλ ήταν ένας από τους μεγάλους (or: σπουδαίους) ηγέτες της Βρετανίας.

κεντρικός

adjective (principal, chief)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The ball will be held in the Great Hall.
Ο χορός θα δοθεί στην αίθουσα χορού.

τεράστιος

adjective (very large)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A tsunami is a great wave, often caused by an earthquake or volcano.
Το τσουνάμι είναι ένα τεράστιο κύμα που προκαλείται συχνά από σεισμό ή ηφαίστειο.

ευγενής

adjective (lofty)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's full of great thoughts.

ξακουστός

adjective (of good reputation)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He came from a great family.

υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιος

adjective (very admirable) (θαυμαστός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That was a great speech you gave.
Φοβερός (or: Τέλειος) ο λόγος που έβγαλες.

φοβερός, τρομερός

adjective (informal (expert) (μτφ: σε κτ, στο να κάνω κτ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She's great at crosswords.
Δεν παίζεται στα σταυρόλεξα.

τέλεια

adverb (US, informal (very well)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You did great.
Τα πήγες πολύ καλά.

τέλεια!

interjection (excellent!) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
You got the job? Great!
Πήρες τη δουλειά; Πολύ ωραία!

σπουδαία προσωπικότητα, σημαντική προσωπικότητα

noun ([sb] important)

He's one of history's greats.

καλή ευκαιρία

noun (bargain)

I chose the car because it was reliable and a great deal.
Επέλεξα το αυτοκίνητο, καθώς ήταν αξιόπιστο και καλή ευκαιρία.

πολλά

noun (much, large amount)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
I have a great deal to accomplish before the end of the semester.
Έχω να πετύχω πολλά πριν τελειώσει το εξάμηνο.

μεγάλος

expression (large amount of [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her presidential campaign had a great deal of success at the local level.
Η προεδρική της καμπάνια είχε μεγάλη επιτυχία σε τοπικό επίπεδο.

πολύ

adverb (greatly, very much)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I value your input a great deal.
Εκτιμώ πολύ τη βοήθειά σου.

πολύ

adverb (considerably)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm feeling a great deal better since I ate some soup.
Νιώθω πολύ καλύτερα, αφότου έφαγα λίγη σούπα.

μεγάλη προσπάθεια

noun (a lot of work)

I put a great deal of effort into this project, and I was really offended when management ignored it.

που συνηθίζει να κάνει κάτι

noun (informal (person: does [sth] frequently)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's a great one for telling stories.

πολύ καλά

noun (informal (fun, enjoyment) (διασκέδαση)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Thanks so much for inviting me; I had a great time!

διαχρονικός

noun (performer: classic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαχρονικός

noun (song, etc.: classic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με υψηλό κόστος

adverb (at great financial expense)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με μεγάλο τίμημα

adverb (figurative (involving great sacrifice or loss) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με υψηλό κόστος

adverb (at great financial cost)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My parents paid my way through four years of college at great expense.

η μεταθανάτια ζωή

noun (the afterlife)

The dying woman hoped to meet her beloved husband again in the beyond.

Βρετανία

noun (abbreviation (Great Britain)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There will be rain across most parts of Britain this weekend.
Αυτό το Σαββατοκύριακο θα παρατηρηθούν βροχές στις περισσότερες περιοχές της Βρετανίας.

πολύ

adverb (by a large amount or extent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The Indian Ocean is smaller than the Pacific Ocean by a great deal.

η παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929

noun (Great Depression: 1930s economic crisis)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Many who grew up in the Great Depression are very frugal.

κάνω μεγάλη ζημιά

verbal expression (hurt [sb] greatly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Smoking can do great harm to your body.

κάνω μεγάλη ζημιά

verbal expression (cause serious trouble or damage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The hurricane did great harm to the coastline.

ΜΒ, Μ.Β.

noun (initialism (Great Britain: England, Scotland, Wales) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Maxwell shows his British pride with a "GB" bumper sticker on his car.

κάνω μεγάλο κόπο για να κάνω κτ

verbal expression (make effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She went to great lengths to help me, and for that I am truly grateful.

προσπαθώ σκληρά να κάνω κτ

verbal expression (go to a lot of effort to do)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πληθώρα

noun (plentiful amount)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There always seem to be a great abundance of fools.

γηρατειά

noun (advanced age, old age)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Turtles can live to a great age.

μεγάλος πίθηκος

noun (large ape: gorilla, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gorillas are without doubt the most powerful and majestic of the great apes.

μεγάλος κοραλλιογενής ύφαλος της Αυστραλίας

noun (reef off Australian coast)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Μεγάλη Άρκτος

noun (constellation, Ursa Major)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καλλονή

noun (very beautiful woman)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His wife was a great beauty.

ύψιστο κάλλος

noun (immense physical attractiveness)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The people admired the great beauty of the statue.

τεράστιος

adjective (informal (huge)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Anna noticed a great big spot on her face.

Ardea herodias

noun (bird: large heron) (επίσημο: είδος ερωδιού)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Μεγάλη Βρετανία

noun (England, Wales, Scotland)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
During the Victorian Era, Great Britain had a huge empire.
Κατά τη διάρκεια της Βικτωριανής εποχής, η Μεγάλη Βρετανία ήταν μια τεράστια αυτοκρατορία.

ευγενής σκοπός

noun ([sb], [sth]: deserves charity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μολοσσός

noun (breed of large dog) (ράτσα σκύλου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

η παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του '30

noun (economic crisis of 1930s)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We haven't seen this kind of economic turmoil since the Great Depression. My grandparents were children during the Great Depression.
Δεν έχουμε δει τέτοιου είδους οικονομική αναταραχή από την παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του '30. Οι παππούδες μου ήταν παιδιά κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης.

μεγάλη απόσταση

noun (long way)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Radio waves are capable of travelling a great distance.

υδροκρίτης στις ΗΠΑ

noun (US (American watershed)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πολύς κόπος

noun (hard work, exertion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was a great effort for her to walk up the hill.

φιλότιμη προσπάθεια

noun (sincere attempt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They made a great effort to move the heavy rock, but did not succeed.

αργυροτσικνιάς

noun (large heron) (πτηνό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Great Egret, the largest all-white American heron, is very common in Florida.

Μεγάλες Προσδοκίες

noun (novel by Charles Dickens)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I had to read 'Great Expectations' at school.

καλός φίλος

noun ([sb] loved and trusted)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was a great friend of mine and I will sorely miss him.

πολύ διασκεδαστικός

adjective (informal (enjoyable)

Our day out at the theme park was great fun.

σκωτσέζικη γκάιντα

noun (Scottish instrument)

μπούφος της Βιρτζίνια

noun (bird with tufted ears)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

επιτυχία

noun (informal (success)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You did a great job on your math test.

μεγάλη κυρία

noun (woman: prominent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The president's wife is a great lady.

Μεγάλες Λίμνες της Βόρειας Αμερικής

plural noun (US (group of lakes in North America)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Only one of the Great Lakes is entirely within the U.S.; the others form the Canadian border.

μεγάλος άνδρας

noun (notable, influential man)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Napoleon was a great man, although not in terms of stature.

τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται

expression (humorous (We have the same idea.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεγάλη ισχύς, επιρροή

noun (authority and influence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Church had great power over the population in the past.

μεγάλες δυνάμεις

plural noun (politics: leading states) (πολιτική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The great powers will take up the question at the UN next week.
Οι μεγάλες δυνάμεις θα δεχθούν την ερώτηση στον ΟΗΕ την επόμενη εβδομάδα.

πολύ καλή τιμή

noun (value for money, cheap cost)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That's a great price for a machine with those features.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Βρήκα ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο σε τιμή ευκαιρίας και το αγόρασα.

μεγάλος σεβασμός

noun (esteem)

He has always treated me with great respect.

μεγάλος σεβασμός για κπ

noun (high regard for [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have great respect for people who help others.
Έχω σε μεγάλη εκτίμηση όσους βοηθάνε τους άλλους.

έντονη ικανοποίηση

noun (strong feeling of gratification)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Finishing a book written in a foreign language gives me great satisfaction.

έκταση, ευρύτητα

noun (large dimensions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Mεγάλη Σφραγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών

noun (symbol on documents)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πολύ επιτυχημένος

noun (event, etc.: popular, effective)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The trade show was a great success, attracting a large number of visitors.

καλόγερος

noun (green-and-yellow bird) (πτηνό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεγάλο δάχτυλο ποδιού

noun (big toe, largest toe)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλή αγορά

noun (well worth the money)

At £4 each, the tickets are great value as they allow unlimited bus travel throughout the day.
Στις 4 λίρες το ένα, τα εισιτήρια είναι καλή αγορά γιατί σου προσφέρουν απεριόριστες διαδρομές με το λεωφορείο για μια μέρα.

σινικό τείχος

noun (defensive structure in China)

A lot of people go to China just to see the Great Wall.

λευκός καρχαρίας

noun (large fish)

καλή δουλειά, εξαιρετική δουλειά

noun (job: done well)

Her boss congratulated Chloe on her great work.

σπουδαίο έργο, μεγάλο έργο

noun (art: masterpiece)

The Great Gatsby is one of the great works of American literature.

θεία

noun (grandparent's sister)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My great-aunts Cora and Clarice still live in the house they were born in.

θεία

noun (great-uncle's wife)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My great-aunt Nelly is 88 years old.

δισέγγονος, δισεγγονή

noun (child of your grandchild)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

δισεγγονή

noun (daughter of [sb]'s granddaughter)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tina is the great-granddaughter of a famous artist.

προπαππούς

noun (father of a grandparent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My great-grandfather fought in the First World War.

προγιαγιά

noun (mother of a grandparent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προγιαγιά

noun (mother of a grandparent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cars hadn't even been invented when my great grandmother was a young girl.

προπαππούδες

noun (often plural (parent's grandparent)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Each of us has eight great-grandparents.

δισέγγονος

noun (son of [sb]'s grandchild)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προ-προπάππους, προ-προπάππος

noun (grandfather of a grandparent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προπρογιαγιά

noun (grandmother of a grandparent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προ-προπάππους, προ-προγιαγιά

noun (often plural (grandparent of a grandparent)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

τρισέγγονος

noun (son of [sb]'s great-grandchild)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γιος του ανιψιού μου, γιος της ανιψιάς μου

noun (son of niece or nephew)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ανιψιά, ανεψιά

noun (daughter of niece or nephew)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θείος

noun (brother of your grandparent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My great-uncle owns a small farm in Iowa.

θείος

noun (term of address: parent's uncle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Great-Uncle Pete, meet my wife, Mary!

καλόκαρδος, καλόψυχος, μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος

adjective (figurative (kind and generous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε μεγάλη αφθονία

adverb (in very large quantity)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε μεγάλο βαθμό

adverb (largely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The President's re-election chances are in great measure tied to the health of the economy.

Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά

expression (US, acronym (Make America Great Again)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά

noun (US (Republican campaign slogan)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σημαντικό θέμα

noun ([sth] significant)

I can't play with you now; I have matters of importance to deal with. I need to speak to the President now, it is a matter of great importance!

εκτενώς, ευρέως

adverb (far reaching)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Operations are being conducted on a great scale in order to track down the flight recorder in the aftermath of last week's plane crash.

τέλεια

interjection (informal (accepting a suggestion or invitation)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

τέλεια

interjection (informal (expressing enthusiasm)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο

adverb (largely, extremely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He is witty to a great degree and great fun to talk with.

σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο

adverb (largely, extremely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ξυπόλυτοι, άπλυτοι

plural noun (figurative, pejorative (common people) (καθομ, μειωτικό)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

Μεγάλη Άρκτος

noun (constellation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I identified Ursa Major on the star chart.

με μεγάλη προσοχή

adverb (very cautiously)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Surgeons must perform open heart surgery with great care. The old woman walked with great care on the icy pavement.
Οι χειρούργοι πρέπει να κάνουν εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς με μεγάλη προσοχή. Η ηλικιωμένη γυναίκα περπάτησε με μεγάλη προσοχή στο παγωμένο πεζοδρόμιο.

επιμελώς

adverb (painstakingly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He cleaned the room with great care.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του great στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του great

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.