Τι σημαίνει το groupe στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης groupe στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του groupe στο Γαλλικά.
Η λέξη groupe στο Γαλλικά σημαίνει συλλογή, ομάδα, συγκρότημα, ομάδα, όμιλος, τουφωτός, ομάδα, συγκέντρωση, συνάθροιση, πληθυσμός, κατηγορία, ομάδα, παρέα, ομάδα, ομάδα, παρέα, κοινωνία, τμήμα, κόσμος, ομάδα, παρέα, με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος, ομάδα, παρέα, τάξη, κοπάδι, ομαδοποιημένος, συγκεντρωμένος, ομαδοποιημένος, ομάδα, ομάδα, σύνδεσμος, σμήνος, κοπάδι, παρέα, δεξαμενή, φουρνιά, συμμορία, ομάδα, ομαδοποιώ, μετατρέπω σε αρχεία δέσμης, ομαδοποιώ, ομαδοποιώ, γεννήτρια, υποομάδα, λόμπυ, λόμπι, συνδεδεμένη εταιρεία, μηδέν, εστία, πεντάδα, σβολιασμένος, σε ζευγάρια, σε ζεύγη, στην ίδια κατηγορία, συγκρότημα, σχήμα, κουαρτέτο αντρών που τραγουδούν ακαπέλα, παρέα τεσσάρων ατόμων, ομαδισμικό, σύμπλεγμα Β βιταμινών, ομάδα συζήτησης, πολυιατρείο, τιμή για ομάδες, τιμή για γκρουπ, στενό φιλικό περιβάλλον, ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος, ομάδα αίματος, φράξια, φατρία, σέχτα, κλίκα, ανθρώπινο δείγμα σε έρευνα, ομαδική φωτογραφία, ομαδική θεραπεία, στενός φιλικός κύκλος, οργανισμός/ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος, νησιωτικό σύμπλεγμα, μπάντα με αυτοσχέδια μουσικά όργανα, ονοματικό σύνολο, θρησκευτική συνάντηση, ομάδα άσκησης πολιτικής πίεσης, βασική ομάδα, κοινωνική δραστηριότητα, ομάδα αποστατών/διασπαστών, φράξια, ομάδα με συγκεκριμένο καθήκον, επιστημονικό επιτελείο, ομάδα Α, ομάδα ΑΒ, ομάδα Β, ομάδα μηδέν, ομάδα τροφίμων, σμήνος γαλαξίων, ομαδική φωτογραφία, πεζοπορικός όμιλος, κυνηγετική ομάδα, γλωσσικός κλάδος, κοπάδι δελφινιών, πανκ συγκρότημα, ροκ συγκρότημα, χορωδία, ομάδα υποστήριξης, κεντρικός φορέας, ομάδα εργασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης groupe
συλλογή(αντικειμένων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce groupe de pièces vient de France. Αυτή η συλλογή κερμάτων είναι από τη Γαλλία. |
ομάδαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai un groupe d'amis qui sort tout le temps au bar. Έχω μια παρέα φίλων που βγαίνουν συνέχεια σε μπαρ. |
συγκρότημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les Rolling Stones est mon groupe préféré. Οι Rolling Stones είναι το αγαπημένο μου συγκρότημα. |
ομάδαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le président est toujours entouré par un groupe de gens. |
όμιλοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'hôtel fait partie du groupe Guinness. |
τουφωτός
|
ομάδαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'entraîneur a parlé une dernière fois au groupe pour l'encourager avant le match. Ο προπονητής έβγαλε μια τελική εμψυχωτική ομιλία για την ομάδα πριν τον αγώνα. |
συγκέντρωση, συνάθροισηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πληθυσμόςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) De grands groupes d'oiseaux migrateurs passent sur l'île chaque automne. |
κατηγορία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Toutes les personnes de ce groupe ont les cheveux blonds. |
ομάδαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παρέα(de personnes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Va dire à ce groupe que le magasin ferme dans dix minutes. Πες σε εκείνη εκεί την παρέα ότι το μαγαζί κλείνει σε δέκα λεπτά. |
ομάδαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ομάδαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un groupe d'habitants s'est lancé à la recherche du garçon disparu. |
παρέα(για φίλους) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai un nouveau groupe d'amis. |
κοινωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une ruche d'abeilles constitue un bon exemple de groupe animalier. |
τμήμαnom masculin (Éducation : de niveau) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il est dans le groupe d'apprentissage accéléré de son école. Παρακολουθεί το εντατικό τμήμα στο σχολείο του. |
κόσμοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Regarde ce groupe ! Ils sont au moins vingt. Κοίτα αυτόν τον κόσμο! Είναι τουλάχιστον είκοσι άτομα. |
ομάδα, παρέα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce groupe compte dix membres. |
με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος(Sports) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ομάδα, παρέαnom masculin (de personnes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un groupe de filles gloussait dans le couloir. |
τάξηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rose est le meilleur groupe de français. |
κοπάδιnom masculin (d'ours) (για αρκούδες) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ομαδοποιημένος, συγκεντρωμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ομαδοποιημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ομάδα(de produits) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce lot de chaussettes est à moitié prix jusqu'à ce soir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ομάδα των νεοπροσληφθέντων περιμένει στην αίθουσα αναμονής. |
ομάδα(de fleurs, de fruits) (άνθρωποι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το νησιωτικό σύμπλεγμα του Νοτίου Αιγαίου είναι από τα μεγαλύτερα στην Ελλάδα. |
σύνδεσμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'association tient ses réunions un jeudi sur deux. O σύλλογος κάνει συναντήσεις κάθε δεύτερη Πέμπτη. |
σμήνος, κοπάδι(peu courant : d'oies) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παρέα(de télévision, cinéma) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Après avoir nettoyé la cour, toute l'équipe est sortie manger une pizza. Αφού καθαρίσαμε την αυλή, όλη η παρέα βγήκε έξω για πίτσα. |
δεξαμενή(groupe de travailleurs, anglicisme) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sarah faisait partie du pool des dactylographes. Η Σάρα ήταν μέλος της ομάδας πληκτρολόγησης. |
φουρνιά(Sports : groupe) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On a une bonne sélection de joueurs, cette année. |
συμμορία(de voyou, d'imbécile) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les voyageurs ont été attaqués par une bande de brigands. |
ομάδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hannah a rejoint une association composée de gens de même sensibilité pour parler philosophie. |
ομαδοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur groupa les élèves selon leur aptitude. Ο δάσκαλος χώρισε τους μαθητές σε ομάδες σύμφωνα με την ικανότητά τους. |
μετατρέπω σε αρχεία δέσμης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ομαδοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce logiciel regroupera les données dans des archives compressées. Το πρόγραμμα θα ομαδοποιήσει τα δεδομένα σε συμπιεσμένα αρχεία. |
ομαδοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les chercheurs groupèrent les résultats de l'étude pour les comparer aux essais précédents. Οι επιστήμονες ομαδοποίησαν τα αποτελέσματα της έρευνας και τα σύγκριναν με παλαιότερες δοκιμές. |
γεννήτρια(ρεύματος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υποομάδαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il faudra retravailler cela en sous-groupes. |
λόμπυ, λόμπι(anglicisme) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le lobby de l'industrie pétrolière a beaucoup de pouvoir au sein du gouvernement des États-Unis. Το πετρελαϊκό λόμπυ έχει μεγάλη εξουσία στην κυβέρνηση των ΗΠΑ. |
συνδεδεμένη εταιρεία
Notre filiale à Bonn va traiter votre demande. |
μηδέν
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Et toi, c'est quoi ton groupe sanguin ? A, B ou O ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο τύπος αίματος μηδέν αρνητικό είναι πολύ σπάνιος. |
εστία(Université) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les deux résidences s'affronteront dans une course d'aviron. |
πεντάδα(rare) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σβολιασμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σε ζευγάρια, σε ζεύγη(personnes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στην ίδια κατηγορία
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Τα πετροχελίδονα είναι πουλιά που ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τα χελιδόνια και τις μαυροσταχτάρες. Είναι σαν να συγκρίνεις τα μήλα με τα πορτοκάλια, δεν ανήκουν ούτε καν στην ίδια κατηγορία. |
συγκρότημα, σχήμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y aura trois groupes qui joueront au concert. Στη συναυλία θα εμφανιστούν τρία συγκροτήματα (or: σχήματα). |
κουαρτέτο αντρών που τραγουδούν ακαπέλαnom masculin (Musique) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παρέα τεσσάρων ατόμων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ομαδισμικόnom masculin (Informatique) (νεολ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σύμπλεγμα Β βιταμινώνnom féminin pluriel (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les vitamines du groupe B sont essentielles pour un système nerveux en bonne santé. |
ομάδα συζήτησης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le groupe de discussion s'est réuni pour trouver des solutions au problème. |
πολυιατρείοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mon chiropracteur fait partie d'un cabinet médical avec deux masseurs, un kinésithérapeute et un acupuncteur. |
τιμή για ομάδες, τιμή για γκρουπnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les groupes de 12 ou plus ont droit à un tarif de groupe préférentiel. |
στενό φιλικό περιβάλλον
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il fait partie de mon cercle restreint (or: de mon entourage proche). |
ομάδα ειδικού ενδιαφέροντοςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tous ces groupes de pression nous compliquent la tâche. |
ομάδα αίματοςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le groupe sanguin le plus commun est O négatif. |
φράξια, φατρία, σέχτα, κλίκα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανθρώπινο δείγμα σε έρευναnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ομαδική φωτογραφίαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je veux que tout le monde se rassemble pour faire une photo de groupe à la fin du mariage. |
ομαδική θεραπείαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στενός φιλικός κύκλος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
οργανισμός/ομάδα ειδικού ενδιαφέροντοςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νησιωτικό σύμπλεγμαnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπάντα με αυτοσχέδια μουσικά όργαναnom masculin (Musique) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ονοματικό σύνολο(Grammaire) (γραμματική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Veuillez indiquer les groupes (or: syntagmes) nominaux dans vos schémas de structure de phrase. |
θρησκευτική συνάντησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ομάδα άσκησης πολιτικής πίεσης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les groupes de pression conservateurs sont déterminés à faire obstacle au programme du président. |
βασική ομάδαnom masculin (sociologie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'intimité d'un groupe primaire repose sur des échanges implicites. |
κοινωνική δραστηριότηταnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ομάδα αποστατών/διασπαστών, φράξιαnom masculin (πολιτική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La frange d'extrême gauche s'est séparée du parti pour former un groupe dissident. |
ομάδα με συγκεκριμένο καθήκονnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιστημονικό επιτελείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La Rand Corporation est un groupe de réflexion connu aux États-Unis. |
ομάδα Αnom masculin (Médecine, sang) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ομάδα ΑΒnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le groupe sanguin AB est le groupe le plus rare. |
ομάδα Βnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ομάδα μηδένnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ομάδα τροφίμωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σμήνος γαλαξίωνnom masculin (αστροφυσική) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ομαδική φωτογραφίαnom féminin |
πεζοπορικός όμιλος
|
κυνηγετική ομάδαnom masculin |
γλωσσικός κλάδοςnom masculin |
κοπάδι δελφινιών
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πανκ συγκρότημαnom masculin |
ροκ συγκρότημαnom masculin Geoff joue de la batterie dans un groupe de rock. |
χορωδίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Avec ses amis, il a fondé un groupe vocal dont le répertoire va des madrigaux de la Renaissance aux standards de jazz. |
ομάδα υποστήριξηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κεντρικός φορέαςnom masculin |
ομάδα εργασίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του groupe στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του groupe
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.