Τι σημαίνει το headed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης headed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του headed στο Αγγλικά.
Η λέξη headed στο Αγγλικά σημαίνει που φέρει όνομα, που έχει σχήμα κεφαλιού, με... κεφάλια, κεφάλι, κορώνα, επικεφαλής, επί κεφαλής, επικεφαλής, επί κεφαλής, ηγούμαι, οδηγώ, προπορευόμενος, πρώτος, μετωπικός, ικανότητα, μυαλό, ικανότητα, ψυχραιμία, άτομο, πρώτος, διευθυντής, διευθύντρια, κεφαλή, κεφαλή, πίεση, φούσκα, επιφάνεια, κεφαλή, κεφαλή, τίτλος, κορυφή, κεφαλή, τουαλέτα, κεφαλή, κεφαλή, αφρός, συμπαγές μπροστινό μέρος, πηγή, κεφαλή σιδηροτροχιάς, πίπα, πλώρη, στο κεφάλι, -, κατευθύνομαι, αναπτύσσομαι στο μπροστινό μέρος, προηγούμαι, είμαι πρώτος, ηγούμαι, απομακρύνω, κάνω κεφαλιά, ρίχνω κεφαλιά, τιτλοφορώ, φαλακρός, αλαζόνας, πεισματάρης, νηφάλιος, ψύχραιμος, ανόητος, ισχυρογνώμων, ρεαλιστής, πρακτικός, κατευθυνόμενος προς, προορισμένος για, ευέξαπτος, λογικός, συνετός, ζαλισμένος, ξεμυαλισμένος, κοκκινομάλλης, χαζός, ασπρομάλλης, παραπλανημένος, λάθος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης headed
που φέρει όνομαadjective (notepaper: personalized) (ανάλογα με το τι αναγράφεται) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει σχήμα κεφαλιούadjective (shaped like a head) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The headed cabbages have done well this year. |
με... κεφάλιαadjective (as suffix (having a head type or number) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κεφάλιnoun (anatomy: skull) (ανατομία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The neck connects the head to the body. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ζητούσαν την κεφαλή του επί πίνακι. |
κορώναnoun (tossed coin: head side up) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) "Heads or tails?" she asked, flipping the coin. «Κορώνα ή γράμματα;» ρώτησε στρίβοντας το νόμισμα. |
επικεφαλής, επί κεφαλήςnoun (leader, director) (με γενική) (επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.) He is the head of the library association. Είναι η κεφαλή του Συνδέσμου Βιβλιοθηκών. |
επικεφαλής, επί κεφαλήςadjective (principal) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The head physician is Dr. Thomas. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο ηγέτης του κόμματος παραιτήθηκε. |
ηγούμαιtransitive verb (lead) (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The ex-congressman headed the investigation. Ο πρώην βουλευτής διηύθυνε τις έρευνες. |
οδηγώtransitive verb (face: a direction) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Head me in the right direction and I'll be sure to get there. Γϋρισέ με προς τη σωστή κατεύθυνση και θα φτάσω σίγουρα. |
προπορευόμενοςadjective (at the front, leading) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The head runner was starting to slow down. |
πρώτοςadjective (at the top, first) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The head item on the agenda was going to be difficult to resolve. |
μετωπικόςadjective (maritime: from in front of) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The strong head winds slowed the sailing vessel. |
ικανότηταnoun (figurative (thought, intellect) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He has a good head for science. |
μυαλόnoun (figurative (intelligence) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Use your head! You can find a creative way to get it done. |
ικανότηταnoun (figurative (ability) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I just don't have the right head for management. |
ψυχραιμίαnoun (figurative (composure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Though he was mad, he kept his head about him in public. |
άτομοnoun (person) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) They charge five dollars a head to get into the dance club. |
πρώτοςnoun (top: in achievement, ability) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He was at the head of his class at Harvard. |
διευθυντής, διευθύντριαnoun (chief, president) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) That man is the head of the company. |
κεφαλήnoun (extremity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The head of the bone slots into the socket. |
κεφαλήnoun (front position) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Since it was his birthday, he sat at the head of the table. |
πίεσηnoun (fluid pressure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) As the locomotive went faster and faster, it built up quite a head of steam. |
φούσκαnoun (part likely to burst) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He burst the pimple by poking its head with a needle. |
επιφάνειαnoun (drum) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A conga drum is tuned by adjusting the tension of its head. |
κεφαλήnoun (arrow) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The shaft of the arrow was made of ash, and its head was made of metal. |
κεφαλήnoun (recording device) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The sound from the cassette player was dull because the head was dirty. |
τίτλοςnoun (headline) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The front page of the newspaper had a massive head when war broke out. |
κορυφήnoun (page) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We usually put the article's title at the head of the page. |
κεφαλήnoun (tool) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The head of the hammer is made of strengthened metal so it doesn't malform. |
τουαλέταnoun (maritime: toilet) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He's gone to the head to pee. |
κεφαλήnoun (cylinder) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The cylinder head is an essential part of an internal combustion engine. |
κεφαλήnoun (herd animal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The farmer sold his cattle for fifty dollars per head. |
αφρόςnoun (beer, other foam) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The waiter poured the beer so that it would have a lot of head on top. |
συμπαγές μπροστινό μέροςnoun (compact plant part) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) This new lettuce has a tight head. |
πηγήnoun (river source) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The head of this river is a small stream in the Rocky Mountains. |
κεφαλή σιδηροτροχιάςnoun (railhead) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The engineers fixed the head so that the wheels of the train could run smoothly along it. |
πίπαnoun (slang (fellatio) (καθομ, μεταφορικά, χυδαίο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ana enjoys giving her boyfriend head. |
πλώρηnoun (bow of a ship) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The sailors used a rope at the head of the ship to fasten it to the wharf. |
στο κεφάλιnoun as adjective (of or affecting the head) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The doctors kept him in hospital for observation after his head injury. |
-suffix (noun: state of being) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) For example: godhead |
κατευθύνομαιintransitive verb (go in a direction) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We are going to head to Arizona next on our trip. |
αναπτύσσομαι στο μπροστινό μέροςintransitive verb (form a head) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This lettuce heads early. |
προηγούμαιtransitive verb (precede) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The candidate for prime minister headed the list of candidates. |
είμαι πρώτοςtransitive verb (excel) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He heads his class in language studies. |
ηγούμαιtransitive verb (be the chief of) (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) That man heads the fire service for the whole country. |
απομακρύνωtransitive verb (turn aside) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The sheepdog headed the sheep away from the river. |
κάνω κεφαλιά, ρίχνω κεφαλιάtransitive verb (sports: hit with one's head) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The football player headed the ball into the net. |
τιτλοφορώtransitive verb (put as a title) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The journalist headed the article "Ways to Avoid Being Overworked." |
φαλακρόςadjective (having no hair) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αλαζόναςadjective (figurative, informal (conceited) The excessive praise for his last project has made him big headed. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από τότε που έγινε διευθυντής έχει καβαλήσει το καλάμι και μιλάει σε όλους αφ' υψηλού. |
πεισματάρηςadjective (figurative, pejorative, slang (stubborn) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νηφάλιοςadjective (mainly US (lucid) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ψύχραιμοςadjective (calm, rational) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Even under pressure she always managed a cool-headed reply. Ακόμα και υπό πίεση κατορθώνει πάντα να παραμένει ψύχραιμη. |
ανόητοςadjective (unintelligent, silly) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ισχυρογνώμωνadjective (stubborn, unwilling to take advice) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He is so hard-headed he refused to turn back even when it was obvious we were on the wrong road. |
ρεαλιστής, πρακτικόςadjective (unsentimental, pragmatic) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Some people find them unsentimental, but my hard-headed methods have always been effective. |
κατευθυνόμενος προς, προορισμένος γιαadjective (destined for, going to) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευέξαπτοςadjective (easily angered) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My hotheaded boss loses his temper over the slightest mistake. |
λογικός, συνετόςadjective (sensible, reasonable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I'm surprised he panicked - he's normally such a level-headed person. |
ζαλισμένοςadjective (dizzy, faint) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I'm feeling lightheaded; could we rest for a moment? |
ξεμυαλισμένοςadjective (informal (confused, scatterbrained) (καθομ, αποδοκιμασίας) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κοκκινομάλληςadjective (having auburn or ginger hair) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Red-headed people usually have fair skin that sunburns easily. |
χαζόςadjective (informal, figurative, pejorative (stupid, unintelligent) (καθομ, μειωτικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασπρομάλληςadjective (person: with white hair) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παραπλανημένοςadjective (person: misguided) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
λάθοςadjective (policy, idea: ill conceived) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του headed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του headed
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.