Τι σημαίνει το I'm στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης I'm στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του I'm στο Αγγλικά.

Η λέξη I'm στο Αγγλικά σημαίνει είμαι, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, είμαι καλά, είμαι καλά, είμαι από, κατάγομαι από, φεύγω, είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος, είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος, συγγνώμη, κρίμα, Συλλυπητήρια, φοβάμαι πως, φοβάμαι ότι, αυτό φοβάμαι, είμαι καλά, είμαι καλά, είμαι μέσα, αναλαμβάνω εγώ, συγγνώμη, λυπάμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης I'm

είμαι

contraction (colloquial, abbreviation (I am)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm the best waiter in this restaurant.
Είμ' ο καλύτερος σερβιτόρος σε αυτό το εστιατόριο.

όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου

adverb (in my opinion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As far as I'm concerned, that was the best film of the year.
Κατά τη γνώμη μου αυτή ήταν η καλύτερη ταινία της χρονιάς.

όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου

adverb (as for me, as regards me)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As far as I'm concerned, I never want to eat another fried alligator steak.
Όσον με αφορά, δεν θέλω να φάω τηγανητή μπριζόλα αλιγάτορα ποτέ ξανά.

είμαι καλά

interjection (I am well)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I'm fine! But how are you?
Είμαι καλά! Εσύ πως είσαι;

είμαι καλά

interjection (informal (I don't need anything)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I'm fine, thanks! I've got everything I need.
Είμαι καλά, ευχαριστώ! Έχω όλα όσα χρειάζομαι.

είμαι από, κατάγομαι από

expression (my place of origin is)

I'm from Poland, though I've lived in London for more than ten years now.
Είμαι (or: κατάγομαι) απ' την Πολωνία, ωστόσο ζω στο Λονδίνο πάνω από δέκα χρόνια.

φεύγω

interjection (I am about to leave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I know I'm late for lunch. I am going now!
Ξέρω πως έχω αργήσει για το μεσημεριανό, φεύγω τώρα!

είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος

interjection (informal (I am satisfied)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Do you need anything? - No, I'm good.

είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος

interjection (I feel content or satisfied)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm happy to spend the holidays with my family this year.

συγγνώμη

interjection (apology)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I am sorry, I made a mistake.

κρίμα

interjection (I offer my sympathy)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Συλλυπητήρια

interjection (formal (condolences)

I'm sorry for your loss; your father will be missed by all who knew him.

φοβάμαι πως, φοβάμαι ότι

expression (regretfully)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm afraid I didn't do a very good job yesterday. I'm afraid I must go now.

αυτό φοβάμαι

interjection (yes, regretfully)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Do I really have to take the test?" "I'm afraid so. It's compulsory."

είμαι καλά

interjection (slang (I am well)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"How are you?" "I'm good, thanks."
«Τι κάνεις;» «Είμαι καλά, ευχαριστώ.»

είμαι καλά

interjection (slang (I have, have had enough) (δεν θέλω άλλο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Would you like another slice of pizza?" "No thanks, I'm good."
«Θα ήθελες ακόμη ένα κομμάτι πίτσα;»«Όχι, ευχαριστώ, είμαι καλά.»

είμαι μέσα

expression (informal (willing to do [sth]) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you want to go to the baseball game, I'm in.

αναλαμβάνω εγώ

expression (informal (I will do it)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When her boss asked if she would handle the pile of paperwork, June replied, "I'm on it!"

συγγνώμη

interjection (informal (I apologize)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm sorry for breaking your favorite lamp!
Συγγνώμη που έσπασα το αγαπημένο σας φωτιστικό!

λυπάμαι

interjection (informal (I offer my sympathy)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I am sorry for your loss.
Λυπάμαι για την απώλειά σας.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του I'm στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του I'm

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.