Τι σημαίνει το lasting στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lasting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lasting στο Αγγλικά.
Η λέξη lasting στο Αγγλικά σημαίνει διαρκείας, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταία φορά, διαρκώ, κρατάω, επιβιώνω, φτάνω, αρκώ, επαρκώ, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταία νέα, το τέλος, καλαπόδι, η τελευταία στιγμή, τελευταίοι, αντέχω, κρατάω, αντέχω, στενή φιλία, ανθεκτικός, μακροχρόνιος, μεγάλης διάρκειας, ανθεκτικός, μακροχρόνιος, μεγάλης διάρκειας, αφήνω εντυπώσεις που διαρκούν. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lasting
διαρκείαςadjective (that lasts a long time) (σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) The manager wanted to build a lasting relationship with his employees. Ο διευθυντής ήθελε να χτίσει μια σταθερή σχέση με τους υπαλλήλους του. |
τελευταίοςadjective (final) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You really need to win this last race. Πρέπει πραγματικά να κερδίσεις την τελευταία κούρσα. |
τελευταίοςadjective (most recent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) What was the last book you read? Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διάβασες; |
τελευταίοςadjective (latest possible) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He went to the store at the last minute, just before it closed. Πήγε στο μαγαζί την τελευταία στιγμή, λίγο πριν κλείσει. |
τελευταίοςadjective (least suitable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He would be my last choice to help me; he is completely unreliable. Θα ήταν η τελευταία μου επιλογή για να με βοηθήσει. Είναι εντελώς αναξιόπιστος. |
τελευταία φοράadverb (most recently) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Who spoke last, you or him? // I last saw him yesterday. Ποιος μίλησε τελευταίος; Εσύ ή εκείνος; |
διαρκώtransitive verb (continue for a certain time) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The speech lasted thirty minutes. Η ομιλία συνεχίστηκε για τριάντα λεπτά. |
κρατάωintransitive verb (duration) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The rainy weather lasted for ten straight days. Ο βροχερός καιρός διήρκεσε δέκα συνεχόμενες μέρες. |
επιβιώνωintransitive verb (survive) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The endangered species is not expected to last through the 21st century. Τα είδη υπό εξαφάνιση δεν αναμένεται να αντέξουν τον εικοστό πρώτο αιώνα. |
φτάνω, αρκώ, επαρκώintransitive verb (be sufficient) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Our food supplies should last for two weeks. Τα τρόφιμα θα πρέπει να μας φτάσουν για δύο εβδομάδες. |
τελευταίοςadjective (figurative (least likely) (λιγότερο πιθανός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The gym? That is the last place you will find him. Στο γυμναστήριο; Αυτό είναι το τελευταίο μέρος που θα τον βρεις. |
τελευταίοςadjective (with authority) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The president always has the last word. Τον τελικό λόγο τον έχει πάντα ο πρόεδρος. |
τελευταίοςadjective (only remaining) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nobody ate the last bit of lasagne. Κανένας δεν έφαγε το τελευταίο κομμάτι λαζάνια. |
τελευταίοςadjective (lowest) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The picnic is the last thing on my list; everything else is more important. Το πικ νικ είναι το τελευταίο στις προτεραιότητές μου. Όλα τα άλλα είναι πιο σημαντικά. |
τελευταίοςadjective (single) (κάθε άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We won't start eating until every last person arrives. Δεν θα ξεκινήσουμε να τρώμε μέχρι να έρθει και ο τελευταίος καλεσμένος. |
τελευταίοςnoun (most recent thing) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) The last is often the best. Το τελευταίο είναι συχνά και το καλύτερο. |
τελευταίοςnoun (most recent person) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) There used to be lots of older people here, but the last moved away two years ago. Υπήρχαν πολλοί ηλικιωμένοι εδώ, αλλά οι τελευταίοι έφυγαν πριν από δύο χρόνια. |
τελευταία νέαnoun (final mention) (τελευταία αναφορά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) That was the last we heard about her. Αυτά ήταν τα τελευταία νέα που μάθαμε γι' αυτήν. |
το τέλοςnoun (end, death) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He remained faithful to the last. |
καλαπόδιnoun (model of a foot) (υποδηματοποιΐα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The shoemaker used individual lasts to make each shoe. Ο υποδηματοποιός χρησιμοποίησε διαφορετικά καλαπόδια για να φτιάξει το κάθε παπούτσι. |
η τελευταία στιγμήnoun (the final moment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The movie, a murder mystery, kept us guessing to the last. |
τελευταίοιnoun (only remaining person, thing) (όσοι ή όσα έχουν μείνει) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Robert Scott and his team were the last of the great explorers. Ο Ρόμπερτ Σκοτ και η ομάδα του ήταν οι τελευταίοι από τους μεγάλους εξερευνητές. |
αντέχω, κρατάωintransitive verb (wear well) (μτφ: αντέχω στη φθορά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This shirt will last for years, it is so well made. Αυτό το πουκάμισο θα αντέξει (or: κρατήσει) χρόνια, είναι πολύ καλοφτιαγμένο. |
αντέχωintransitive verb (endure) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'm not sure that I can last till the end of the workday. I might fall asleep before then. Δεν είμαι σίγουρος αν θα αντέξω μέχρι το τέλος της μέρας. Μπορεί να με πάρει ο ύπνος μέχρι τότε. |
στενή φιλίαnoun (long-standing close relationship) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They served side by side in the war and that was the beginning of their lasting friendship. |
ανθεκτικός, μακροχρόνιος, μεγάλης διάρκειαςadjective (enduring) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The effects of the storm have been long-lasting. |
ανθεκτικός, μακροχρόνιος, μεγάλης διάρκειαςadjective (durable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We need to find a long-lasting solution. The coating on the car will ensure that the paint job is long lasting. Πρέπει να βρούμε μια μακρόχρονη λύση. Η τελευταία στρώση στο αυτοκίνητο θα εξασφαλίσει ότι το βάψιμο θα είναι ανθεκτικό. |
αφήνω εντυπώσεις που διαρκούνverbal expression (have enduring impact) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lasting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του lasting
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.