Τι σημαίνει το idea στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης idea στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του idea στο Αγγλικά.

Η λέξη idea στο Αγγλικά σημαίνει ιδέα, ιδέα, ιδέα, εντύπωση, υπόνοια, υποψία, ιδέα, αφηρημένη ιδέα, πολύ καλή ιδέα, φαεινή ιδέα, ευφυέστατη ιδέα, φαεινή ιδέα, υποστηρίζω μια ιδέα, υπερασπίζομαι μια ιδέα, εξετάζω, σκέφτομαι, σκέφτομαι να κάνω κτ, συζητώ να κάνω κτ, βασική ιδέα, γενική ιδέα, πιάνω το νόημα, καλή ιδέα, ωραία ιδέα, καλή ιδέα, ωραία ιδέα, ωραία ιδέα, επινοώ, εφευρίσκω, έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώς, δεν έχω ιδέα, καταλαβαίνω, πιάνω το νόημα, εγκέφαλος, βασική ιδέα, δεν έχω ιδέα, πρωτότυπη ιδέα, ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι, ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι, αμυδρή ιδέα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης idea

ιδέα

noun (an inspired thought)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our conversation gave me an idea.
Η συζήτησή μας μου έδωσε μια ιδέα.

ιδέα

noun (aim)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My idea of swimming right after dinner was doomed to failure.
Η ιδέα μου να κολυμπήσω αμέσως μετά το βραδινό γεύμα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.

ιδέα

noun (opinion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He had some strange ideas about government.
Είχε κάποιες περίεργες ιδέες σχετικά με την κυβέρνηση.

εντύπωση

noun (impression)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I got the idea that he wasn't very happy.

υπόνοια, υποψία

noun (guess)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I had an idea that you were planning to move down here, but I wasn't certain.

ιδέα

noun (concept)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's a novel idea, but I think we should give it some thought.

αφηρημένη ιδέα

noun (intellectual concept)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Beauty, truth, and honesty are all abstract ideas that you can illustrate with specific instances.

πολύ καλή ιδέα

noun (suggestion: clever)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The weather's hot - it was a bright idea to bring water with us.
Κάνει ζέστη. Καλά κάναμε που πήραμε νερό μαζί μας.

φαεινή ιδέα

noun (ironic (suggestion: stupid) (ειρωνικά)

Who came up with the bright idea of bringing your mother along?

ευφυέστατη ιδέα, φαεινή ιδέα

noun ([sth] ingenious)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I've just had a brilliant idea - why don't we arrange a surprise party for Lisa?

υποστηρίζω μια ιδέα, υπερασπίζομαι μια ιδέα

verbal expression (support a project, plan)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mary championed the idea of increasing recycling at her company.

εξετάζω, σκέφτομαι

verbal expression (consider)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He wouldn't entertain the idea of her cooking for him that evening.

σκέφτομαι να κάνω κτ, συζητώ να κάνω κτ

verbal expression (often negative (consider) (συνήθως με άρνηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βασική ιδέα

noun (basic concept)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We made a few changes to the wording, but the fundamental idea is still the same.

γενική ιδέα

noun (approximately the thought)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She did not understand the essay completely but she got the general idea.

πιάνω το νόημα

verbal expression (informal (understand)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The game is easy to play and children soon get the idea.

καλή ιδέα, ωραία ιδέα

noun (wise suggestion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It is a good idea to brush your long hair before going to sleep. It wasn't a good idea to eat that third piece of cake.
Είναι καλή ιδέα να χτενίζεις τα μακριά σου μαλλιά πριν πας για ύπνο. Δεν ήταν καλή ιδέα να φάω εκείνο το τρίτο κομμάτι από το κέικ.

καλή ιδέα, ωραία ιδέα

noun (clever invention)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sliced bread was a good idea.

ωραία ιδέα

interjection (yes, agreed, let's do that)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Let's go to the movies." "Good idea! Sounds like fun." .

επινοώ, εφευρίσκω

intransitive verb (invent or devise [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have an idea that will surprise you.

έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώς

intransitive verb (have some notion, understanding of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Do you have an idea of how many people will be coming to the party?

δεν έχω ιδέα

verbal expression (not know)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have no idea how I'm going to get home now my car's broken down. I have no idea how she found out.

καταλαβαίνω, πιάνω το νόημα

intransitive verb (informal (understand, grasp [sth]) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εγκέφαλος

noun (creative, [sb] employed to devise ideas) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We need an ideas man to manage our publicity campaign.

βασική ιδέα

noun (principal premise or concept)

The lecture as a whole was a little confusing, but I understood the main idea. The main idea of a paragraph can often be summarized with one sentence.
Η διάλεξη ήταν λίγο μπερδεμένη στο σύνολό της, αλλά κατάλαβα τη βασική ιδέα. Η βασική ιδέα μίας παραγράφου συχνά μπορεί να συνοψιστεί σε μια πρόταση.

δεν έχω ιδέα

interjection (informal (I do not know)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρωτότυπη ιδέα

noun (original or clever suggestion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Watch TV tonight? Well, that's a novel idea.

ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι

interjection (informal (that's precisely what is expected)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι

interjection (you understand what I meant)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

αμυδρή ιδέα

noun (indistinct notion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have a vague idea of what I want to say, but I don't know how to phrase it.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του idea στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του idea

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.