Τι σημαίνει το keen on στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης keen on στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του keen on στο Αγγλικά.

Η λέξη keen on στο Αγγλικά σημαίνει μου αρέσει, επιμελής, που του αρέσει κτ, μου αρέσει, θέλω να κάνω κτ, φανατικός, θέλω πολύ, οξύς, οξυδερκής, αιχμηρός, οξύς, βαθύς, ουσιαστικός, δηκτικός, καυστικός, αιχμηρός, μεγάλος, πολύς, γαμάτος, χαμηλός, θρήνος, θρηνώ, μοιρολογώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης keen on

μου αρέσει

expression (UK (fond of, having a liking for)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's very keen on eating Chinese food!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι λάτρης της παραδοσιακής κουζίνας!

επιμελής

adjective (esp UK (eager, diligent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alice is a keen student and never misses a class.
Η Άλις είναι επιμελής μαθήτρια και δεν χάνει ποτέ μάθημα.

που του αρέσει κτ

adjective (esp UK (enthusiastic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Do you like romantic comedies? Personally, I'm not keen.
Σου αρέσουν οι ρομαντικές κομεντί; Εγώ δεν είμαι φαν.

μου αρέσει

adjective (esp UK (enthusiastic)

She's really keen on cycling, so let's get her a new bike.
Τρελαίνεται για την ποδηλασία, γι' αυτό ας της πάρουμε ένα καινούργιο ποδήλατο.

θέλω να κάνω κτ

adjective (esp UK (enthusiastic, eager)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm keen on going to a rock festival sometime during the summer.
Έχω όρεξη να πάω σε ένα φεστιβάλ ροκ μουσικής κάποια στιγμή μέσα στο καλοκαίρι.

φανατικός

adjective (esp UK (enthusiastic doer of [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My mother's a keen chess player.
Η μητέρα μου είναι φανατική παίκτρια σκακιού.

θέλω πολύ

adjective (esp UK (eager to do [sth]) (να κάνω κάτι)

He's really keen to come and see you. I am really keen to start working on this project.
Ανυπομονεί να έρθει να σε δει. Ανυπομονώ να ξεκινήσω να δουλεύω το πρότζεκτ.

οξύς, οξυδερκής

adjective (figurative (intellect, mind) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A good lawyer needs a keen mind.
Ένας καλός δικηγόρος χρειάζεται να έχει κοφτερό μυαλό.

αιχμηρός, οξύς

adjective (blade: sharp) (επίσημο: καλά ακονισμένο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The knife had a keen edge.
Το μαχαίρι είχε μυτερή λεπίδα.

βαθύς, ουσιαστικός

adjective (figurative (profound)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She has a keen interest in politics.
Διακατέχεται από βαθύ (or: ουσιαστικό) ενδιαφέρον για την πολιτική.

δηκτικός, καυστικός

adjective (figurative (biting) (για ύφος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was a keen edge to her tongue.
Υπήρχε ένας δηκτικός (or: καυστικός) τόνος στα λόγια της.

αιχμηρός

adjective (figurative (incisive) (μτφ: τολμηρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The article was full of keen insights.
Το άρθρο ήταν γεμάτο από αιχμηρές (or: τολμηρές) απόψεις.

μεγάλος, πολύς

adjective (figurative (strong)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Having a keen appetite he ordered two steaks.
Είχε μεγάλη (or: πολλή) όρεξη και παρήγγειλε δύο μπριζόλες.

γαμάτος

adjective (slang (marvellous) (αργκό, χυδαίο: υπέροχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The youngsters decided that the new styles were keen!
Οι νεαροί αποφάσισαν ότι το νέο τους στυλ ήταν γαμάτο (or: σούπερ)!

χαμηλός

adjective (figurative, informal (low) (μτφ: μικρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The stores had some keen prices on cameras.
Τα μαγαζιά είχαν μερικές χαμηλές τιμές στις κάμερες.

θρήνος

noun (formal (lament)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The relatives let out a mournful keen over the corpse.
Οι συγγενείς ξέσπασαν σε έναν σπαρακτικό θρήνο πάνω από το πτώμα.

θρηνώ, μοιρολογώ

intransitive verb (formal (wail, lament)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The women gathered at the funeral to keen.
Οι γυναίκες μαζεύτηκαν στην κηδεία για να θρηνήσουν (or: μοιρολογήσουν).

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του keen on στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του keen on

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.