Τι σημαίνει το kill στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης kill στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του kill στο Αγγλικά.

Η λέξη kill στο Αγγλικά σημαίνει σκοτώνω, σταματάω, διακόπτω, αποσύρω, σβήνω, διώχνω, σταματώ, σκοτώνω, πεθαίνω, σκοτώνω, θήραμα, λεία, σκοτωμός, απορρίπτω, καταψηφίζω, πεθαίνω, τρελαίνω, κατεβάζω, σταματώ, εξολοθρεύω, εξοντώνω, ντύνομαι στην τρίχα, ντύνομαι στην πένα, ντυμένος στην τρίχα, ντυμένος στην πένα, αλληλοσκοτώνομαι, διακόπτης έκτακτης ανάγκης, σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου, σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου, μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, αυτοκτονώ, σκοτώνομαι, ετοιμάζομαι να ρίξω το τελειωτικό χτύπημα, ζώα που σκοτώθηκαν από διερχόμενα οχήματα, ανεπιθύμητος, ελεύθερος χρόνος, θάνατος λόγω ψύχους, θάνατος λόγω ψύχους, σκοτώνω λόγω ψύχους, σκοτώνω λόγω ψύχους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης kill

σκοτώνω

transitive verb (cause death)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He killed the ant before it could bite him. The murderer had killed three people.
Σκότωσε το μυρμήγκι πριν τον τσιμπήσει. Ο δολοφόνος είχε σκοτώσει τρεις ανθρώπους.

σταματάω, διακόπτω, αποσύρω

transitive verb (figurative (put an end to) (βάζω τέλος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They killed the project after the customer stopped paying.
Σταμάτησε το έργο όταν ο πελάτης σταμάτησε να πληρώνει.

σβήνω

transitive verb (figurative (turn off) (απενεργοποιώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kill the car engine. We are going to be here for a while.
Σβήσε τη μηχανή. Θα μείνουμε εδώ αρκετά.

διώχνω, σταματώ

transitive verb (figurative (deaden) (μτφ: νεκρώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Take the aspirin. It will kill the pain.
Πάρε μια ασπιρίνη. Θα διώξει (or: σταματήσει) τον πόνο.

σκοτώνω

intransitive verb (engage in killing) (γενικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The soldier no longer thought about what he was doing, and just killed.
Ο στρατιώτης δεν σκεφτόταν πλέον τι έκανε και απλά σκότωνε.

πεθαίνω

transitive verb (figurative, informal (hurt physically) (μτφ: σωματικός πόνος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've got to take these shoes off. My feet are killing me.
Πρέπει να βγάλω αυτά τα παπούτσια. Τα πόδια μου με πεθαίνουν.

σκοτώνω

transitive verb (figurative, informal (hurt emotionally) (μτφ: συναισθηματικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It kills me to see you leave the company. Please reconsider!
Με σκοτώνει (or: πληγώνει) που σε βλέπω να φεύγεις από την εταιρεία. Ξανασκέψου το, σε παρακαλώ!

θήραμα

noun (animal: hunted) (κυνήγι: ζώο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The deer hunter got his first kill when he was 17.
Ο ελαφοκυνηγός έπιασε το πρώτο του θήραμα όταν ήταν 17 χρονών.

λεία

noun (animals: total killed) (κυνήγι: αποτέλεσμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The kill this hunting season was 9832 turkeys.
Η λεία (or: Ο απολογισμός) αυτής της κυνηγετικής περιόδου ήταν 9832 γαλοπούλες.

σκοτωμός

noun (act of killing) (ενέργεια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We saw lions hunting and even witnessed a kill when they attacked a buffalo.

απορρίπτω, καταψηφίζω

transitive verb (figurative (defeat in parliament) (πολιτική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bill was killed with a vote of fifty-five to forty-five.
Το νομοσχέδιο απορρίφθηκε (or: καταψηφίστηκε) με ποσοστό 55 προς 45.

πεθαίνω, τρελαίνω

transitive verb (slang, figurative (amuse) (καθομ, μτφ: διασκεδάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You are killing me! That is so funny!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα με πεθάνεις (or: τρελάνεις) με τα αστεία σου!

κατεβάζω

transitive verb (slang, figurative (drink up) (καθομ, μτφ: για ποτό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He killed his beer and they went to the next bar.
Κατέβασε (or: Τελείωσε) τη μπύρα του και πήγαν στο επόμενο μπαρ.

σταματώ

transitive verb (informal, figurative (golf, rugby ball: stop) (σπορ: σταματώ τη μπάλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The squash player killed the ball with a nick.
Ο παίκτης του σκουός διέκοψε την πορεία της μπάλας με ένα τσίμπημα.

εξολοθρεύω, εξοντώνω

phrasal verb, transitive, separable (exterminate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have finally killed off all the bugs on my tomato plants.

ντύνομαι στην τρίχα, ντύνομαι στην πένα

verbal expression (figurative (woman: wear stylish clothes) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Paula is a very glamorous woman who always dresses to kill.

ντυμένος στην τρίχα, ντυμένος στην πένα

adjective (figurative (woman: in stylish clothes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The actresses attending the Oscars ceremony were dressed to kill.
Οι ηθοποιοί που παραβρέθηκαν στην τελετή των Όσκαρ ήταν ντυμένες στην τρίχα.

αλληλοσκοτώνομαι

verbal expression (murder one another)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You had better call the police before those two kill each other.

διακόπτης έκτακτης ανάγκης

noun (emergency shut-down device)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
This metal-stamping machine has an emergency kill switch.

σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου

(figurative, informal (occupy yourself)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I listened to my iPod to kill time while waiting for the bus.
Άκουγα μουσική στο I-Pod, για να σκοτώσω τον χρόνο μου ενώ περίμενα το λεωφορείο.

σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου

verbal expression (figurative, informal (occupy yourself with [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I killed time drinking coffee while I waited for Meg to arrive.

μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια

verbal expression (informal, figurative (do 2 things at once)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can stop by your house on the way to the grocery store, so I'll kill two birds with one stone.

αυτοκτονώ

transitive verb and reflexive pronoun (die by suicide) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He killed himself to avoid the shame of the scandal.

σκοτώνομαι

transitive verb and reflexive pronoun (figurative (exhaust yourself) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't kill yourself trying to carry all those boxes in one go.
Μην σκοτώνεσαι να κουβαλήσεις όλα αυτά τα κουτιά με τη μία.

ετοιμάζομαι να ρίξω το τελειωτικό χτύπημα

verbal expression (informal, figurative (get ready to defeat [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boxer could see that his opponent was tiring so he moved in for the kill.

ζώα που σκοτώθηκαν από διερχόμενα οχήματα

noun (uncountable (animal killed by traffic)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Yuck, there's some roadkill over there. I can't believe how much roadkill we've seen on this journey.

ανεπιθύμητος

noun (figurative (someone unwanted) (άτομο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελεύθερος χρόνος

noun (spare time)

Arriving early for her interview, Nicola found herself with time to kill.

θάνατος λόγω ψύχους

noun (US (plants: death due to cold winter)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

θάνατος λόγω ψύχους

noun (US (animals: death due to cold winter)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σκοτώνω λόγω ψύχους

transitive verb (US (plants: kill by exposure to cold)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκοτώνω λόγω ψύχους

transitive verb (US (animals: kill by exposure to cold)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του kill στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του kill

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.