Τι σημαίνει το lamp στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lamp στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lamp στο Αγγλικά.
Η λέξη lamp στο Αγγλικά σημαίνει λάμπα, φως, λάμπα, φωτιστικό κομοδίνου, μαύρος άνθρακας, λάμπα γραφείου, λάμπα δαπέδου, φως ομίχλης, λάμπα αερίου, λάμπα υπέρυθρης ακτινοβολίας, φανός θυέλλης, λυχνία πυράκτωσης, λάμπα κηροζίνης, κηροζίνη, φανοστάτης, καπέλο, λάμπα lava, λάμπα πετρελαίου, φορητή λάμπα, πορτατίφ, φανοστάτης, λάμπα, πίσω φως, πίσω φανάρι, λάμπα τοίχου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lamp
λάμπαnoun (device: gives light) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Kyle held the lamp up to get the light to shine further. Ο Κάιλ κράτησε τη λάμπα ψηλά για να φτάνει πιο μακριά το φως. |
φωςnoun (torch, flashlight) (γενικά, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Peter directed the lamp at the bird. Ο Πήτερ έριξε το φως προς το πουλί. |
λάμπαnoun (vessel: burns oil) (πετρελαίου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) William refilled the oil in his lamp before going on his midnight walk. Ο Ουίλλιαμ ξαναγέμισε με πετρέλαιο τη λάμπα του πριν πάει για τον μεταμεσονύχτιο περίπατό του. |
φωτιστικό κομοδίνουnoun (small light on table by bed) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μαύρος άνθρακαςnoun (form of carbon used commercially) |
λάμπα γραφείουnoun (angle-poise lamp) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Angela switched on the desk lamp and adjusted its position. |
λάμπα δαπέδουnoun (standing lamp) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φως ομίχληςnoun (usually plural (vehicle's headlight for foggy conditions) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I use my fog lights so rarely that I can never remember where the switch is. |
λάμπα αερίουnoun (lamp burning gas) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In the 19th century, many streets were illuminated by gas lamps. |
λάμπα υπέρυθρης ακτινοβολίαςnoun (infrared light used for physical therapy) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Once the chicks hatched, they were placed under a heat lamp. |
φανός θυέλληςnoun (lamp with a glass covering) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) A hurricane lamp is useful when camping in a high wind. |
λυχνία πυράκτωσηςnoun (type of electric light) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λάμπα κηροζίνηςnoun (light fuelled by paraffin) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Before the advent of electricity, kerosene lamps were often used to illuminate houses after nightfall. |
κηροζίνηnoun (kerosene) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The lights were made from old glass bottles with wicks dipped in lamp oil. |
φανοστάτηςnoun (post of a street lamp) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The street was lined with trees and lampposts. |
καπέλοnoun (cover for a light) (φωτιστικού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) When I turned on the lamp I realized that the lampshade was covered in dust. |
λάμπα lavanoun (® (type of lamp) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Lava lamps are mainly associated with the psychedelic culture of the 1960's. |
λάμπα πετρελαίουnoun (lamp that burns fuel) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Oil lamps are useful to have when the electricity goes out. |
φορητή λάμπαnoun (small light: can be carried) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The company got started by marketing portable lamps to college students. Η εταιρεία ξεκίνησε πουλώντας φορητές λάμπες σε φοιτητές. |
πορτατίφnoun (light for reading) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) There is a reading lamp on the desk. |
φανοστάτηςnoun (light mounted on a post in street) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A car crashed into a streetlamp during the snowstorm. |
λάμπαnoun (small free-standing lamp) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The cat climbed up onto the sideboard and knocked the table lamp off. |
πίσω φως, πίσω φανάριnoun (UK (vehicle's rear light) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λάμπα τοίχουnoun (wall-mounted light) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Victorian home has beautiful wall lamps made of bronze. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lamp στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του lamp
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.