Τι σημαίνει το evil στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης evil στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του evil στο Αγγλικά.

Η λέξη evil στο Αγγλικά σημαίνει κακό, κακός, σατανικός, κακός, κακός, κακός, αρνητικός, αποφράδα, κακός, κακό, άξονας του κακού, κάνω κτ κακό, το κακό μάτι, άγρια ματιά, κακό ξόρκι, κακό πνεύμα, διαβολικός δίδυμος, παράνομο σημείο εκπομπής ασύρματου δικτύου που λειτουργεί δίπλα σε νόμιμο, σατανικός, κακότροπος, αναγκαίο κακό, σκέτη κακία, αιτία του κακού, ξεριζώνω το κακό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης evil

κακό

noun (moral badness)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many religious people believe in the concepts of good and evil.
Πολλοί θρησκευόμενοι άνθρωποι πιστεύουν στις έννοιες του καλού και του κακού.

κακός, σατανικός

adjective (morally bad)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Most people agree that Hitler was evil.
Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι ο Χίτλερ ήταν κακός (or: σατανικός).

κακός

adjective (foul)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He showed his evil temper when he was told the bad news.
Έδειξε την κακή του διάθεση όταν του είπαν τα κακά νέα.

κακός

adjective (unlucky) (άτυχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
These are evil days for my favourite team, which keeps losing.
Αυτές είναι κακές μέρες για την αγαπημένη μου ομάδα, που συνεχώς χάνει.

κακός, αρνητικός

adjective (effect: noxious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My parents always warned me of the evil effects of smoking.
Οι γονείς μου πάντα με προειδοποιούσαν για τις κακές (or: αρνητικές) επιδράσεις του καπνίσματος.

αποφράδα

adjective (day: fateful, fatal) (για μέρα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We will never forget the people who died on that evil day.
Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τους ανθρώπους που πέθαναν εκείνη την αποφράδα μέρα.

κακός

adjective (person: malevolent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The story is about an evil witch who likes to make children suffer.

κακό

noun (a bad thing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He chose the lesser of the two evils.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι πολίτες υπέφεραν πολλά δεινά, κατά τη διάρκεια της κρίσης.

άξονας του κακού

noun (countries) (διεθνής πολιτική)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κάνω κτ κακό

verbal expression (do [sth] morally wrong)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το κακό μάτι

noun (cursed stare)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
She believed someone had put the evil eye on her cattle, causing them to sicken and die.

άγρια ματιά

noun (figurative (angry or unpleasant gaze)

She was obviously jealous and gave me the evil eye when no-one was looking.

κακό ξόρκι

noun (incantation intended to do harm)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κακό πνεύμα

noun (malevolent ghost)

They say that Hill House is haunted by an evil spirit, but I don't believe in such things.

διαβολικός δίδυμος

noun (mythology: wicked other self)

Sarah often blamed her evil twin for breaking glassware when she was washing the dishes.

παράνομο σημείο εκπομπής ασύρματου δικτύου που λειτουργεί δίπλα σε νόμιμο

noun (figurative (hacked wireless hotspot)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σατανικός

adjective (ugly, unpleasant to look at)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κακότροπος

adjective (person: angry, bad-tempered)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Helena crept into the office, hoping her evil-tempered boss wouldn't notice she was late.

αναγκαίο κακό

noun (something bad but unavoidable)

σκέτη κακία

noun (extreme malice or wickedness)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Killing those puppies was nothing more than pure evil!

αιτία του κακού

noun (figurative (cause of all that is bad)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Drugs are the root of all evil. Money is the root of all evil.
Τα ναρκωτικά είναι η αιτία του κακού. Τα χρήματα είναι η αιτία του κακού.

ξεριζώνω το κακό

verbal expression (eliminate bad influences) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The second grade teacher saw it as her duty to root out the evil in her pupils.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του evil στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του evil

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.