Τι σημαίνει το machine στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης machine στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του machine στο Αγγλικά.

Η λέξη machine στο Αγγλικά σημαίνει μηχάνημα, κατασκευάζω, όχημα, μηχάνημα, μηχανισμός, σκυλί, αθροιστική μηχανή, τηλεφωνητής, αυτόματη ταμειολογιστική μηχανή, αυτόματο εκδοτήριο εισιτηρίων, ΑΤΜ, τρυπάνι, γεωτρύπανο, αρτοπαρασκευαστής, μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων, μηχάνημα που δίνει ψιλά, τελευταίος τροχός της αμάξης, μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κερματα, φωτοτυπικό μηχάνημα, μηχάνημα αιμοκάθαρσης, μηχάνημα αιμοδιάλυσης, μηχανή εσπρέσο, όργανο γυμναστικής, φαξ, φρουτάκια, φάντασμα στη μηχανή, μηχανή αλέσματος, μηχανή ακονίσματος, καρδιοπνευμονική μηχανή παράκαμψης, παγομηχανή, μηχανή πλεξίματος, μηχανή ύφανσης δαντέλας, πλυντήριο ρούχων, στοιχειοθέτης, πολυβόλο, πολυβόλου, πολυβολητής, δυαδική γλώσσα, μηχανική μάθηση, χειριστής μηχανήματος, χειρίστρια μηχανήματος, αναγνώσιμος από μηχάνημα, βλήτρο, μικρή βίδα, μηχανουργείο, μηχανουργείο, μηχανοκίνητο εργαλείο διαμόρφωσης μετάλλου, αυτόματη μετάφραση, καταιγισμός πυρών πολυβόλου, πλένω στο πλυντήριο, μηχανή αρμέγματος, μηχανή φρεζαρίσµατος, εξοπλισμός γραφείου, φωτοτυπικό μηχάνημα, φλίπερ, μηχάνημα, κωπηλατικό μηχάνημα, ραπτομηχανή, πολιορκητική μηχανή, μηχανή καζίνου με κέρματα, κουλοχέρης, υποπολυβόλο, οπλοπολυβόλο, αλωνιστική μηχανή, μηχάνημα έκδοσης εισιτηρίων, χρονομηχανή, αυτόματος πωλητής, σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, πλυντήριο, πλάστιγγα, ζυγαριά, ακτινογράφος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης machine

μηχάνημα

noun (mechanical device)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The engineer designed a machine that could do the work of three people.
Ο μηχανικός σχεδίασε ένα μηχάνημα που μπορούσε να κάνει τη δουλειά τριών ανθρώπων.

κατασκευάζω

transitive verb (manufacture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred machined the parts very carefully.
Ο Φρεντ κατασκεύασε τα μέρη με πολλή προσοχή.

όχημα

noun (transport vehicle) (συνήθως στη γη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pilot landed the machine safely.

μηχάνημα

noun (automatic device)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All the manufacturing processes were done by a machine.

μηχανισμός

noun (figurative (organization, system) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The legislative machine is controlled by corporations.

σκυλί

noun (figurative (efficient worker) (μτφ, ενίοτε μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ron is a machine; he does as much work as three people.

αθροιστική μηχανή

noun (assists in simple calculations)

τηλεφωνητής

noun (device: takes phone calls)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The message that he left on my answering machine was very peculiar.

αυτόματη ταμειολογιστική μηχανή

noun (banking device)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αυτόματο εκδοτήριο εισιτηρίων

noun (device that dispenses tickets)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You simply insert your credit card into the automatic ticket machine, make a seat selection, and out pops your airline ticket.

ΑΤΜ

noun (Can, formal (ATM, cashpoint)

I was unable to withdraw money because the banking machine was out of order.

τρυπάνι, γεωτρύπανο

noun (machine for drilling metal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Boring machines tunnel through rock.

αρτοπαρασκευαστής

noun (appliance that bakes bread)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων

noun (UK (money dispenser)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll have to get some money out of the cash machine before I can go shopping.
Πριν πάω για ψώνια, πρέπει να πάρω μερικά χρήματα από το μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων.

μηχάνημα που δίνει ψιλά

noun (machine that dispenses coins)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They've just installed change machines at the car wash.

τελευταίος τροχός της αμάξης

noun (figurative (small part of a large system) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He's just a cog in the wheel, not a leader.

μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κερματα

noun (apparatus: dispenses coins)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φωτοτυπικό μηχάνημα

noun (photocopier)

μηχάνημα αιμοκάθαρσης, μηχάνημα αιμοδιάλυσης

noun (device: kidney treatment)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
After Paul's kidney transplant, he no longer needed to use a dialysis machine.

μηχανή εσπρέσο

noun (coffee machine)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We bought an espresso maker that also froths milk for cappuccino; now, we can always enjoy Italian-style coffee at home.

όργανο γυμναστικής

noun (gym equipment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φαξ

noun (dated, abbreviation (facsimile machine) (το μηχάνημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
We used to have a fax machine in the office. Now that we can email documents, the fax machine in our office is rarely used.

φρουτάκια

noun (gambling: slot machine) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
You'll need a licence to put fruit machines in the bar.

φάντασμα στη μηχανή

noun (figurative (human soul or mind) (μτφ: φιλοσοφία, ψυχή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μηχανή αλέσματος

noun (turns [sth] into powder)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μηχανή ακονίσματος

noun (machine for sharpening tools)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καρδιοπνευμονική μηχανή παράκαμψης

(medicine)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παγομηχανή

noun (machine that makes ice cubes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The ice machine was broken so we had to drink warm lemonade.

μηχανή πλεξίματος

noun (machine that knits yarn into fabric)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μηχανή ύφανσης δαντέλας

noun (loom for making lace)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The first truly industrial lace-making machine was invented by John Lively in 1846.

πλυντήριο ρούχων

noun (appliance: washer-dryer)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στοιχειοθέτης

noun ([sb] who prepares material for printing)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πολυβόλο

noun (automatic firearm)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The soldier was armed with a machine gun.

πολυβόλου

noun as adjective (related to machine guns) (σε γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πολυβολητής

noun (soldier armed with an automatic weapon)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δυαδική γλώσσα

noun (computer code) (Η/Υ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μηχανική μάθηση

noun (artificial intelligence field)

χειριστής μηχανήματος, χειρίστρια μηχανήματος

noun (person who runs a machine)

αναγνώσιμος από μηχάνημα

adjective (computer encoded)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The bar code on the cans of food is machine readable.

βλήτρο, μικρή βίδα

noun (small bolt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μηχανουργείο

noun (workshop, repair shop)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μηχανουργείο

noun (shop where metal is shaped by machine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The machine-shop made a new axle for the cart.

μηχανοκίνητο εργαλείο διαμόρφωσης μετάλλου

noun (large power tool for shaping metal, plastic, wood)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτόματη μετάφραση

noun (changing language of a text by computer)

καταιγισμός πυρών πολυβόλου

noun (hail of bullets from an automatic firearm)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We could hear the sound of machine-gun fire in the distance.

πλένω στο πλυντήριο

transitive verb (clean with washing machine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μηχανή αρμέγματος

noun (device used to extract cows' milk)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μηχανή φρεζαρίσµατος

noun (for rotating cutter)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εξοπλισμός γραφείου

noun (equipment used in an office) (ηλεκτρικός, ηλεκτρονικός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φωτοτυπικό μηχάνημα

noun (machine for photocopying)

Several offices share the photocopier in the hall.
Πολλά γραφεία μοιράζονται το φωτοτυπικό μηχάνημα στο χωλ.

φλίπερ

(for playing pinball)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μηχάνημα

noun (fizzy drinks vending machine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That darned pop machine ate my dollar and didn't give me my can of soda.

κωπηλατικό μηχάνημα

(exercise machine)

ραπτομηχανή

noun (appliance for stitching fabric)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My mother used her sewing machine to make all our clothes when we were young.

πολιορκητική μηχανή

noun (apparatus for breaking down defences)

μηχανή καζίνου με κέρματα, κουλοχέρης

noun (coin-operated gambling machine)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I won $500 playing the penny slot machines last night.

υποπολυβόλο, οπλοπολυβόλο

noun (weapon)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αλωνιστική μηχανή

noun (machine for threshing grain)

μηχάνημα έκδοσης εισιτηρίων

noun (automated ticket dispenser)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I had to rush and get my ticket from the ticket machine before the train left.

χρονομηχανή

noun (sci-fi: time-travel device)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτόματος πωλητής

noun (coin-operated dispenser)

Vending machines are usually full of junk food.
Οι αυτόματοι πωλητές είναι συνήθως γεμάτοι πρόχειρο φαγητό.

σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας

noun (electronic vote-counting system)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλυντήριο

noun (appliance that does laundry)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My washing machine's out of order so I'm going to a laundromat.
Το πλυντήριό μου δεν λειτουργεί και για αυτό θα πάω σε ένα αυτόματο πλυντήριο.

πλάστιγγα, ζυγαριά

noun (large measuring scales)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ακτινογράφος

noun (medical apparatus for radiography)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My doctor's office doesn't have an x-ray machine so they sent me to the hospital.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του machine στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του machine

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.