Τι σημαίνει το working στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης working στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του working στο Αγγλικά.

Η λέξη working στο Αγγλικά σημαίνει εργαζόμενος, λειτουργήσιμος, βασικός, στοιχειώδης, εργάσιμος, εργασίας, τρόπος λειτουργίας, μηχανισμός, της δουλειάς, που δουλεύει, εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, έχω αποτέλεσμα, χειρίζομαι, χρησιμοποιώ, δουλειά, εργασία, δουλειά, δουλειά, ενσωματώνω κτ σε κτ, έργο, εργοστάσιο, όλα τα κομφόρ, γκρίνια, δουλειά, δουλειά, δουλειά, έργο, δουλειά, έργο, έργο, έργο, εργασιακός, έργα, δουλεύω, εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ, βολεύω, τυλίγω, πετυχαίνω, διαμορφώνω, κρατάω, δουλεύω, πείθω, που εργάζεται τώρα, που δουλεύει τώρα, εργατικός, σε καλή κατάσταση, λειτουργικός, που λειτουργεί σωστά, σε άψογη κατάσταση, που δουλέυει ρολόι, μη ενεργός, μη λειτουργικός, εργασία εξ αποστάσεως, ωφέλιμο φορτίο ασφαλείας, ωφέλιμο φορτίο λειτουργίας, εργάσιμη ημέρα, εργάσιμη εβδομάδα, κεφάλαιο κίνησης, εργατική τάξη, της εργατικής τάξης, εργασιακές συνθήκες, εργάσιμη ημέρα, εργάσιμη ημέρα, περίγραμμα, πλαίσιο, σχεδιάγραμμα, εργασιακό περιβάλλον, εκδιδόμενη, εργαζόμενο κορίτσι, ωράριο εργασίας, υπόθεση εργασίας, εργαζόμενος άντρας, λειτουργική μνήμη, ενεργός μνήμη, εργαζόμενη μητέρα, καλή κατάσταση λειτουργίας, υπολογισμός, άσκηση, άδεια εργασίας, ομάδα εργασίας, εύρος λειτουργίας, χώρος εργασίας, προσωρινός τίτλος, διακοπές σε συνδυασμό με εργασία, τρέχουσα έκδοση, άντρας που ανήκει στην εργατική τάξη, γυναίκα που ανήκει στην εργατική τάξη, εβδομάδα εργασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης working

εργαζόμενος

adjective (employed) (εργοδοτούμενος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
He's a working man, now that he has found a job.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν μπορώ να ξενυχτάω, εργαζόμενος άνθρωπος!

λειτουργήσιμος

adjective (operating)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is the TV in working condition?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δουλεύει η τηλεόραση;

βασικός, στοιχειώδης

adjective (knowledge: basic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I have a working knowledge of how cars work.
Έχω βασικές (or: στοιχειώδείς) γνώσεις για το πώς λειτουργούν τα αυτοκίνητα.

εργάσιμος

adjective (hours: of work)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The working hours here are 9 to 6.
Οι εργάσιμες ώρες εδώ είναι από τις 9 έως τις 6.

εργασίας

adjective (hypothesis, title: current) (γενική, ως προσδιορισμός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His working theory has gone through a few changes.
Η υπόθεση εργασίας του έχει υποστεί μερικές αλλαγές.

τρόπος λειτουργίας

plural noun (figurative (way [sth] functions) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
This book explains the inner workings of the banking system.
Αυτό το βιβλίο εξηγεί τον τρόπο λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.

μηχανισμός

plural noun (mechanism) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I took the back off of my watch to inspect the workings.
Έβγαλα το πίσω μέρος από το καντράν του ρολογιού μου για να ελέγξω τον μηχανισμό του.

της δουλειάς

adjective (clothing: worn for work) (ρούχα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Get out of your working outfit so we can go out to eat.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είμαι νοσοκόμα και δεν μπορώ να φοράω ότι θέλω, έχω συγκεκριμένη στολή εργασίας.

που δουλεύει

adjective (majority: able to function) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The party leaders put together a working coalition.

εργάζομαι

intransitive verb (be employed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He works at the bank.
Δουλεύει στην τράπεζα.

δουλεύω

intransitive verb (toil)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He worked into the night.
Δούλευε μέχρι αργά τη νύχτα.

λειτουργώ

intransitive verb (function)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Does the car work?
Δουλεύει αυτό το αυτοκίνητο;

έχω αποτέλεσμα

intransitive verb (be useful, effectual)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Did the medicine work?
Έπιασε αυτό το φάρμακο;

χειρίζομαι, χρησιμοποιώ

transitive verb (machine: operate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you know how to work this machine?
Ξέρεις να δουλεύεις αυτό το μηχάνημα;

δουλειά

noun (uncountable (occupation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What is your work? I'm a dentist.
Ποιο είναι το επάγγελμά σου; Εγώ είμαι οδοντίατρος.

εργασία

noun (uncountable (employment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bank provides work for many people.
Η τράπεζα δίνει δουλειά σε πολλούς ανθρώπους.

δουλειά

noun (uncountable (effort)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His work on the car was worth the result.
Η δουλειά που έκανε στο αυτοκίνητο άξιζε τον κόπο.

δουλειά

noun (uncountable (toil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
An apple picker does exhausting work, from sunrise until dusk.
Οι εργάτες που μαζεύουν μήλα κάνουν εξαντλητική δουλειά, από το πρωί ως το βράδυ.

ενσωματώνω κτ σε κτ

(knead, massage [sth] into [sth])

έργο

plural noun (art, literature, music: achievements)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The author's poems are his most overlooked works.

εργοστάσιο

plural noun (factory)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Most of the menfolk were employed at the town's works.

όλα τα κομφόρ

expression (informal (everything)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He dreamed of buying a shiny new car with the works.

γκρίνια

expression (informal (unpleasant treatment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She forgot his birthday, and he gave her the works.
Ξέχασε τα γενέθλιά του και την άρχισε στην γκρίνια.

δουλειά

noun (uncountable (type of task)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I don't like this work. Can I do something different?
Δεν μου αρέσει αυτή η δουλειά. Μπορώ να κάνω κάτι άλλο;

δουλειά

noun (office, place of work)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is his work. Yes, that building.
Εδώ είναι η δουλειά του. Ναι, σε αυτό το κτίριο.

δουλειά

noun (activity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He is doing some work or other in the shop.

έργο

noun (objects on which work is done)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The art students took their work to the benches.

δουλειά

noun (product of labour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The work was obviously well done.
Η δουλειά προφανώς είχε γίνει καλά.

έργο

noun (building)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The tunnel is an impressive work of engineering.

έργο

noun (physics: force times distance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In physics, work deals with transference of energy.

έργο

noun (product of artist)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many think Beethoven's Ninth is his greatest work. I have the complete works of Dickens in my library.

εργασιακός

noun as adjective (of, concerning work)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He got a work permit in July.
Πήρε άδεια εργασίας τον Ιούλιο.

έργα

plural noun (construction)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

δουλεύω

intransitive verb (with adverb or noun phrase)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We'll have to work late to finish this project. Sheila's been working extra hours to pay off her debts.

εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ

(make a living as)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Right now I am working as a waitress in a cocktail bar, but I want to be an actress.

βολεύω

(informal (be OK with [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I could meet you at 2 pm on Wednesday; does that work for you?

τυλίγω

transitive verb (contort)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She worked the wire into a loop.

πετυχαίνω

transitive verb (accomplish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She worked a change in the texture of the dough.

διαμορφώνω

transitive verb (fashion by work)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The carpenter works the pieces into a table.

κρατάω

transitive verb (keep at work)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boss worked them until late into the night.

δουλεύω

transitive verb (land, be a farmer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The farmer worked the land.

πείθω

transitive verb (persuade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The minister worked the congregation into an exultant state.

που εργάζεται τώρα, που δουλεύει τώρα

adjective (status: in employment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's not currently working, but he does have several employment interviews next week.
Αυτή την περίοδο δεν εργάζεται, αλλά έχει αρκετές συνεντεύξεις την επόμενη εβδομάδα.

εργατικός

adjective (diligent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The seasonal workers employed to help with the harvest are very hardworking indeed.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι σκληρά εργαζόμενες νοικοκυρές δεν παίρνουν ποτέ την αναγνώριση που τους αξίζει.

σε καλή κατάσταση

expression (object: functioning well)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My grandmother's typewriter is still in good working condition.

λειτουργικός

expression (object: functioning)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που λειτουργεί σωστά, σε άψογη κατάσταση, που δουλέυει ρολόι

expression (fully functioning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You'd better check your parachute's in working order before you jump.

μη ενεργός

adjective (without paid employment) (επαγγελματικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μη λειτουργικός

adjective (not functioning properly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργασία εξ αποστάσεως

noun (doing your job off site)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ωφέλιμο φορτίο ασφαλείας, ωφέλιμο φορτίο λειτουργίας

noun (maximum weight that can be lifted) (επίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
What is the safe working load for this crane?

εργάσιμη ημέρα

noun (working or office hours)

εργάσιμη εβδομάδα

noun (weekly working hours)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The typical work week in the US is Monday through Friday.

κεφάλαιο κίνησης

noun (business: available assets)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The company was incorporated with a working capital of £2000.

εργατική τάξη

noun (laboring class)

He started out as member of the working class, but now he runs an investment firm.
Κάποτε ανήκε στην εργατική τάξη, αλλά, σήμερα, διευθύνει μια επενδυτική εταιρεία.

της εργατικής τάξης

adjective (of laboring classes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was very proud of his working-class background.
Ήταν πολύ υπερήφανος που καταγόταν από την εργατική τάξη.

εργασιακές συνθήκες

plural noun (job: rights and regulations)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The working conditions in the factory were appalling.

εργάσιμη ημέρα

noun (daytime hours occupied by work)

A standard work day is about eight hours long.

εργάσιμη ημέρα

noun (day normally worked)

Orders will be dispatched within two working days.

περίγραμμα, πλαίσιο, σχεδιάγραμμα

noun (drawn plan, outline)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εργασιακό περιβάλλον

noun (employment surroundings)

εκδιδόμενη

noun (slang, euphemism (prostitute)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary has been a working girl since adolescence.

εργαζόμενο κορίτσι

noun (informal, dated (employed woman)

All five of my daughters are working girls now.
Και οι πέντε κόρες μου εργάζονται τώρα.

ωράριο εργασίας

plural noun (time spent working)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υπόθεση εργασίας

noun (applied theory)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Professor Smith's idea is merely a working hypothesis.

εργαζόμενος άντρας

noun (male who has a job)

λειτουργική μνήμη, ενεργός μνήμη

noun (temporary or short-term recall)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εργαζόμενη μητέρα

noun (mother who has job)

καλή κατάσταση λειτουργίας

noun (functioning correctly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπολογισμός

noun (calculations)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Answer all the questions carefully and show your working out.
Απάντησε προσεκτικά σε όλες τις ερωτήσεις και δείξε τους υπολογισμούς σου.

άσκηση

noun (weight-training, exercising)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You can tell from the size of his muscles that working out is Patrick's main hobby.

άδεια εργασίας

plural noun (documents permitting employment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He was deported back to his home country because he had no working papers.

ομάδα εργασίας

noun (UK (committee)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εύρος λειτουργίας

noun (degree of coverage)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χώρος εργασίας

noun (area in which one works)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προσωρινός τίτλος

noun (name or heading of [sth] while in progress)

διακοπές σε συνδυασμό με εργασία

noun (work while on vacation)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τρέχουσα έκδοση

noun (copy of [sth] still in progress)

άντρας που ανήκει στην εργατική τάξη

noun (working-class adult male)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυναίκα που ανήκει στην εργατική τάξη

noun (adult female in paid employment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εβδομάδα εργασίας

noun (weekly working hours)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του working στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του working

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.