Τι σημαίνει το mon στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mon στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mon στο Γαλλικά.
Η λέξη mon στο Γαλλικά σημαίνει μου, Θεέ μου!, κούκλος, κύριος, γιε μου, γιόκα μου, μικρανιψιός, μικρανηψιός, μικρανιψιά, μικρανηψιά, συνέταιρος, συνεταίρος, συνεργάτης, παλικάρι, νεαρέ μου, αγόρι μου, γιε μου, κύριος, πατήρ, πατέρας, θείε, φίλος, αδερφός, φίλε, ονομάζομαι, με όλη μου την καρδιά, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, κατά βούληση, εκ πείρας, από εμπειρία, κατά τη γνώμη μου, όπως το βλέπω εγώ, αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασία, με βάση την εμπειρία μου, καθημερινότητα, πιστεύω, νομίζω, θεωρώ, κατά τη γνώμη μου, κατά τη γνώμη μου, Ωχ!, Αμάν!, Πω πω!, κοπελιά, ασφαλώς, βεβαίως, σώπα, τι μου λες, τι μας λες, Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, Παναγιά μου, Πω πω!, μικρέ μου, μικρή μου, με συγχωρείς για τα γαλλικά, σόρρυ κιόλας για τα γαλλικά, ραγίζει η καρδιά μου, γιόκας, κανακάρης, αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου, σίγουρα, Θεέ μου βόηθα!, όπως και δήποτε, όπως + δήποτε, Θεέ μου!, Θεούλη μου!, Χριστέ μου!, Παναγιά μου!, Ω, Θεέ μου!, Πω-πω Θεέ μου!, Θεέ μου!, Χριστέ μου!, Πω πω!, Καλώς ήρθες στον κλαμπ!, αγαπούλα, Σοβαρά;, αγαπημένε, αγαπημένη, γλυκέ μου, γλυκιά μου, γλύκα, αγαπούλα, πουλάκι, φιλαράκος, κολλητός, φιλάρας, φίλε, μικρέ, αγάπη μου, αγαπούλα μου, πιτσιρίκος, αγαπούλα, πληγωμένος εγωισμός, υπόλοιπο λογαριασμού, αγάπη μου, αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου, φιλαράκο, γλύκα, ο γλυκός μου, η γλυκιά μου, μικρέ, φίλε, με αγάπη, αγάπη μου, φίλε, φιλαράκι, κολλητέ, εσύ, αδερφέ, παλιόφιλος, αγαμημένε μου, γλυκέ μου, γλυκιά μου, πουλάκι μου, ζουζουνάκι, αγαπουλίνι, μωρουλίνι, γλυκουλίνι, κουτσούνι, κουτσουνάκι, γλυκέ μου, γλυκιά μου, μπέμπης, μπέμπα, φίλε, φιλαράκι, πω πω!, φίλος, αγάπη μου, Θεέ μου!, καρδούλα μου, ψυχούλα μου, αγάπη, αγάπη μου, αγαπητή μου, εις μνήμη κπ, αγαπημένε, αγαπημένη, φίλε, φιλαράκι, νεαρέ, μπουκιά και συγχώριο, να την πιεις στο ποτήρι, αγάπη μου, ο φίλος μου, γλυκέ μου, γλυκιά μου, γλύκα, αγαπητέ, αγαπητή, είμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mon
μου
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Tu as vu mes clés ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το δικό μου αυτοκίνητο είναι το κόκκινο. |
Θεέ μου!(familier) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ça alors ! Tu es sérieux ? Ωχ, Θεέ μου! Μιλάς σοβαρά; |
κούκλος(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
κύριος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Comment puis-je vous aider, monsieur ? Πώς μπορώ να σας βοηθήσω, κύριε; |
γιε μου, γιόκα μου(προσφώνηση, καθομ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μικρανιψιός, μικρανηψιός(fils de nièce ou neveu) (εγγονός αδερφού) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μικρανιψιά, μικρανηψιά(fille de nièce ou neveu) (εγγονή αδερφού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συνέταιρος, συνεταίρος, συνεργάτης(δουλειά) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
παλικάρι(familier) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
νεαρέ μου, αγόρι μου, γιε μου(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fiston, en voilà, des manières ! Νεαρέ, το καλό που σου θέλω να προσέχεις τους τρόπους σου! |
κύριος(familier) (ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Hé, mec, tu ne peux pas garer ta caisse là ! Έι, κύριος, δεν μπορείς να παρκάρεις εκεί! |
πατήρ, πατέρας(prêtre) (εκκλησία, θρησκεία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le père McKenzie assurera la cérémonie. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο πατήρ (or: πατέρας) Ιωάννης θα έρθει σε λίγο. |
θείε(familier) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tonton Brian, je suis content de te voir ! Θείε Μπράιαν, χαίρομαι που σε ξαναβλέπω! |
φίλος, αδερφός(familier) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dis, petit, tu peux venir m'aider pour ça ? Ε, φιλαράκι, μπορείς να έρθεις να με βοηθήσεις με αυτό; |
φίλε(familier) (προσφώνηση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Comment ça va, mec ? Φίλε (or: Φιλαράκι), τι κάνεις; |
ονομάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mon nom est Joe. Ονομάζομαι Τζόι. |
με όλη μου την καρδιάlocution adverbiale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ma chérie, je t'aime de tout mon cœur. |
όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) À mon avis, c'était le meilleur film de l'année. Κατά τη γνώμη μου αυτή ήταν η καλύτερη ταινία της χρονιάς. |
κατά βούλησηadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle agit à son gré. |
εκ πείρας, από εμπειρία
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il va droit dans le mur avec sa nouvelle politique : crois-en mon expérience ! |
κατά τη γνώμη μουlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) À mon avis, elle est beaucoup trop jeune pour se marier et avoir des enfants. Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ μικρή για να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. |
όπως το βλέπω εγώ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ça vaut ce que ça vaut, mais cette voiture me semble trop puissante pour toi. |
με βάση την εμπειρία μου
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
καθημερινότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vous n'avez pas à me remercier, je n'ai fait que mon travail. |
πιστεύω, νομίζω, θεωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je crois (or: pense) qu'il est très intelligent. |
κατά τη γνώμη μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατά τη γνώμη μουlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ωχ!, Αμάν!, Πω πω!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ça alors, tu as perdu du poids ! |
κοπελιά(familier : à son amoureux, enfant) (για γυναίκα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ασφαλώς, βεβαίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σώπα, τι μου λες, τι μας λεςinterjection (ironique) (ειρωνικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, Παναγιά μουinterjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mon Dieu ! Sortez cet enfant de cette flaque de boue tout de suite ! |
Πω πω!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
μικρέ μου, μικρή μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με συγχωρείς για τα γαλλικά, σόρρυ κιόλας για τα γαλλικά(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce type est une vraie ordure, si vous me passez l'expression. |
ραγίζει η καρδιά μου(familier, ironique) (μεταφορικά: με κάτι, για κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) - En ce moment, je dois payer une fortune en impôts sur le revenu, dit Théo. - Oh, mon pauvre !, répondit son frère. |
γιόκας, κανακάρηςnom masculin (familier) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου(soutenu) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Franchement, mon cher, je m'en fous ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. «Ειλικρινά, καρδιά μου, δεν δίνω δεκάρα!» είναι η περίφημη ατάκα του Ρετ Μπάτλερ στο «Όσα παίρνει ο άνεμος». |
σίγουραinterjection (familier) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) - Tu vas au concert samedi soir ? - Un peu, mon neveu ! "Θα πας στο παιχνίδι απόψε;" "Σίγουρα!" |
Θεέ μου βόηθα!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όπως και δήποτε, όπως + δήποτε(familier) (αργκό, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Θεέ μου!, Θεούλη μου!, Χριστέ μου!, Παναγιά μου!interjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Ω, Θεέ μου!, Πω-πω Θεέ μου!, Θεέ μου!, Χριστέ μου!interjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mon Dieu ! Quelle horreur ! |
Πω πω!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Καλώς ήρθες στον κλαμπ!interjection (fig,) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Bienvenue dans mon univers : le bureau des plaintes 24h sur 24 ! |
αγαπούλα(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Σοβαρά;interjection (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) |
αγαπημένε, αγαπημένη(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γλυκέ μου, γλυκιά μου(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γλύκα, αγαπούλα(terme affectif) (αργκό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Oh ne t'inquiète pas mon lapin, tout ira bien ! |
πουλάκι(familier) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φιλαράκος, κολλητός, φιλάρας(familier) (αργκό,ειρωνικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φίλε, μικρέnom masculin (familier) (καθομ: προσφώνηση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) T'as raison, mon pote ! |
αγάπη μου, αγαπούλα μου
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πιτσιρίκος(populaire : garçon) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγαπούλαnom masculin (familier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πληγωμένος εγωισμός
Quand je suis tombé à vélo, c'est mon amour-propre qui a le plus souffert. |
υπόλοιπο λογαριασμούnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αγάπη μου(familier : homme, femme) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu viens, mon amour ? Έρχεσαι αγάπη μου; |
αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Quand tu recevras cette lettre, ma chérie, je serai en France. |
φιλαράκο(familier) (ειρωνικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mon coco, tu vas arrêter de me parler sur ce ton sinon tu vas avoir des problèmes. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μη με τσιγκλάς φιλαράκο, έχω φτάσει στα όριά μου! |
γλύκα(familier : pour une femme) (ανεπίσημο, μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ο γλυκός μου, η γλυκιά μου(familier) Merci, mon chou. |
μικρέ
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mon petit David, tu as l'air épuisé : ça va ? |
φίλε(familier) (προσφώνηση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
με αγάπη(formule de politesse) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αγάπη μου(familier) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Chéri, tu peux m'attraper cette boîte, s'il te plaît ? Μπορείς να μου φέρεις εκείνο το κουτί, αγάπη μου; |
φίλε, φιλαράκι, κολλητέnom masculin (familier) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Merci, mon pote ! Ευχαριστώ, φιλαράκι! |
εσύinterjection (familier) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
αδερφέinterjection (familier) (μεταφορικά: προσφώνηση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παλιόφιλοςnom masculin (familier) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Salut, mon vieux. Ça fait un bail ! |
αγαμημένε μουadjectif (appellation affectueuse) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γλυκέ μου, γλυκιά μου(familier) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu as passé une bonne journée au travail, mon chou ? Είχες μια καλή μέρα στην δουλειά, γλυκέ μου; |
πουλάκι μου(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τι κάνει το πουλάκι μου; Κοιμήθηκε καλά; |
ζουζουνάκι, αγαπουλίνι, μωρουλίνι, γλυκουλίνι, κουτσούνι, κουτσουνάκι(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mon chéri m'a embrassée avant d'aller se coucher pour la nuit. |
γλυκέ μου, γλυκιά μου(familier : à son amoureux) |
μπέμπης, μπέμπαinterjection (παιδί) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
φίλε, φιλαράκι(familier) (ειρωνικό, καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Écoute, mon vieux, pourquoi tu t'occuperais pas de tes fesses ? Άκου, φιλαράκι, γιατί δεν κοιτάς τη δουλειά σου; |
πω πω!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
φίλος(familier) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) « Ça va, mon pote ? » a dit Ben en voyant Adam devant le cinéma. |
αγάπη μου(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Viens me faire un câlin, mon chéri. |
Θεέ μου!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mon dieu ! J'ai oublié d'éteindre le four. |
καρδούλα μου, ψυχούλα μου(familier : à son amoureux, enfant) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Coucou, mon cœur, ça va ? Γεια σου, αγάπη μου, πώς είσαι σήμερα; |
αγάπη, αγάπη μου(familier : à son amoureux, enfant) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Tu peux me passer la télécommande, mon cœur ? Αγάπη (or: Αγάπη μου), μπορείς να μου δώσεις το τηλεκοντρόλ; |
αγαπητή μουinterjection (assez soutenu) (παλαιό: κάπως τυπικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vous avez assez chaud, ma chère. Είσαι αρκετά ζεστά, αγαπητή μου; |
εις μνήμη κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce banc à été fabriqué à la mémoire du grand-père de Harry. |
αγαπημένε, αγαπημένη
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ma très chère Kay, tu sais que je t'aime. |
φίλε, φιλαράκιinterjection (familier) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Hé, ça roule, mon pote ? |
νεαρέ(familier) (σε κλητική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Paul appela : « Hé ! mon garçon, viens ici et donne-moi un coup de main. » |
μπουκιά και συγχώριο, να την πιεις στο ποτήρι(familier : femme) (αργκό, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quelle belle fille ! Ο τύπος είναι και πολύ κόμματος. |
αγάπη μου(familier, affectueux) (καθομιλουμένη) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ο φίλος μου
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mon amie, je ne sais comment te remercier. |
γλυκέ μου, γλυκιά μου(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Viens t'asseoir à côté de moi, mon trésor. |
γλύκα(familier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Qu'est-ce qui ne va pas, chérie (or: mon cœur) ? |
αγαπητέ, αγαπητή(familier) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
είμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Au temps pour moi. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mon στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του mon
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.