Τι σημαίνει το coin στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης coin στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του coin στο Αγγλικά.

Η λέξη coin στο Αγγλικά σημαίνει νόμισμα, κέρμα, επινοώ, εφευρίσκω, δημιουργώ, επινοώ φράση, συλλογή νομισμάτων, συλλογή νομισμάτων, συλλέκτης νομισμάτων, μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κέρματα, μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κερματα, πορτοφολάκι για κέρματα, σχισμή για νομίσματα, που λειτουργεί με κέρματα, που παίρνει κέρματα, χάλκινο κέρμα, χάλκινο νόμισμα, η άλλη πλευρά του νομίσματος, η άλλη όψη του νομίσματος, στρίβω κέρμα, δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης coin

νόμισμα, κέρμα

noun (metal money)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I put too many coins in my wallet and could not close it.
Είχα πάρα πολλά κέρματα στο πορτοφόλι μου και δε μπορούσα να το κλείσω.

επινοώ, εφευρίσκω, δημιουργώ

transitive verb (phrase: create) (λέξη, φράση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's difficult to discover who originally coined slang words.
Είναι δύσκολο να ανακαλύψεις ποιος επινόησε πρώτος τις λέξεις αργκό.

επινοώ φράση

verbal expression (invent an expression)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Winston Churchill coined the phrase: "History is written by the victors".

συλλογή νομισμάτων

noun (hobby: acquiring antique coins)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συλλογή νομισμάτων

noun (antique coins acquired as a hobby)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have an extensive coin collection from all over the world.

συλλέκτης νομισμάτων

noun ([sb] who collects rare coins)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Serious coin collectors usually belong to a numismatic society.

μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κέρματα

noun (service: changes notes for coins)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
In traditional arcades, there is usually a coin exchange.

μηχάνημα μετατροπής χαρτονομισμάτων σε κερματα

noun (apparatus: dispenses coins)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πορτοφολάκι για κέρματα

noun (small bag for loose change)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The Europeans carry so many coins that some men carry coin purses.

σχισμή για νομίσματα

noun (for inserting a coin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Although I inserted my quarters into the coin slot, the chips won't come out of the vending machine.

που λειτουργεί με κέρματα, που παίρνει κέρματα

adjective (machine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There's a coin-operated machine where you can get cold drinks.

χάλκινο κέρμα, χάλκινο νόμισμα

noun (money: red-brown metal disc)

The boy stole the copper coin.

η άλλη πλευρά του νομίσματος, η άλλη όψη του νομίσματος

noun (figurative, informal (opposite aspect, converse)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στρίβω κέρμα

verbal expression (let chance decide between 2 options)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος

plural noun (figurative (opposite but connected ideas) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του coin στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του coin

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.