Τι σημαίνει το pig στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pig στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pig στο Αγγλικά.

Η λέξη pig στο Αγγλικά σημαίνει γουρούνι, γουρούνι, γουρούνι, χοιρινό, μπελάς, μπάτσος, μπατσίνα, δέρμα χοίρου, γεννάω, γεννάω, γουρουνιάζω, περιδρομιάζω, ινδικό χοιρίδιο, πειραματόζωο, φαλλοκρατικό γουρούνι, χοιροτρόφος, αργός σίδηρος, ζω σαν γουρούνι, γουρούνιασμα, περιδρόμιασμα, αφτί γουρουνιού, αφτί χοίρου, θάλασσα, σαλάτα, γουρουνάκι, γουρουνόπουλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pig

γουρούνι

noun (porcine animal) (ζώο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have a lot of pigs on our farm.
Έχουμε πολλά γουρούνια στη φάρμα μας.

γουρούνι

noun (figurative (dirty person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Larry is a real pig, and his room is a mess.
Ο Λάρυ είναι σκέτο γουρούνι και το δωμάτιό του είναι ένα χάλι.

γουρούνι

noun (figurative ([sb]: greedy, selfish) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was a pig at the buffet. He was acting like a real pig.

χοιρινό

noun (pig meat: pork)

Many religions forbid eating pig.

μπελάς

noun (UK, informal, figurative (difficult task)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This job's a real pig.

μπάτσος, μπατσίνα

noun (often plural, offensive, slang (police officer) (μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The pigs came to arrest us.

δέρμα χοίρου

noun (pigskin)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Do you want goatskin gloves, or pig?

γεννάω

intransitive verb (give birth to piglets)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sow is getting ready to pig.

γεννάω

transitive verb (give birth to piglets)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sow pigged eight piglets.

γουρουνιάζω, περιδρομιάζω

phrasal verb, intransitive (slang (eat to excess) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mardi Gras is a time to pig out before the Lenten fast begins.

ινδικό χοιρίδιο

noun (small South American mammal)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Cosmetics may be tested for adverse reactions first on a guinea pig. Guinea pig is a delicacy in Peru.
Τα καλλυντικά μπορεί να ελέγχονται πρώτα σε ινδικά χοιρίδια για ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Το ινδικό χοιρίδιο αποτελεί λιχουδιά στο Περού.

πειραματόζωο

noun (figurative ([sb] used as experimental subject) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We volunteered to be guinea pigs for the new untested class format.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αδερφή μου πηγαίνει σε σχολή κομμωτικής και εγώ προσφέρθηκα να κάνω το πειραματόζωο για εξασκηθεί.

φαλλοκρατικό γουρούνι

noun (slang, pejorative (man with sexist attitude, misogynist) (μεταφορικά, προσβλητικό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I've met a lot of male chauvinist pigs before now but I think you're the worst ever!

χοιροτρόφος

noun ([sb] who raises pigs for meat)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Our senator is a lawyer but sometimes he acts like a rural pig farmer.

αργός σίδηρος

noun (crudely processed iron)

Pig iron is produced in a blast furnace.

ζω σαν γουρούνι

verbal expression (US, informal (live like a pig)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Colin is pigging it in his apartment.

γουρούνιασμα, περιδρόμιασμα

noun (slang (instance of overeating) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αφτί γουρουνιού, αφτί χοίρου

noun (ear of a pig)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θάλασσα, σαλάτα

noun (UK, figurative (mess, botched job) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γουρουνάκι

noun (piglet not yet weaned)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Suckling pigs need to be given water as well as milk.

γουρουνόπουλο

noun (dish of whole small pig)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pig στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pig

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.