Τι σημαίνει το postgraduate στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης postgraduate στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του postgraduate στο Αγγλικά.

Η λέξη postgraduate στο Αγγλικά σημαίνει μεταπτυχιακός, μεταπτυχιακός φοιτητής, αποφοιτώ, απόφοιτος, πτυχιούχος, πτυχιούχος, μεταπτυχιακός, μεταπτυχιακός, τελειώνω, ολοκληρώνω, περνάω, περνώ, δίνω πτυχίο, αποφοιτώ, μεταπτυχιακές σπουδές, ίδρυμα για μεταπτυχιακές σπουδές, μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτητρια, πρακτική άσκηση αποφοίτων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης postgraduate

μεταπτυχιακός

adjective (studies: beyond bachelor's degree)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The school's postgraduate programs are very limited.
Τα μεταπτυχιακά προγράμματα της σχολής είναι πολύ λίγα.

μεταπτυχιακός φοιτητής

noun (graduate student)

The class is for both undergraduates and postgraduates.
Το μάθημα είναι και για προπτυχιακούς και για μεταπτυχιακούς φοιτητές.

αποφοιτώ

intransitive verb (complete university degree)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He graduated from the university after five years.
Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο μετά από πέντε χρόνια.

απόφοιτος, πτυχιούχος

noun (holder of university degree)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
He is a graduate of the University of Virginia.
Είναι απόφοιτος (or: πτυχιούχος) του πανεπιστημίου της Βιρτζίνια.

πτυχιούχος

noun (US (holder of qualification)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
My brother is a law school graduate.
Ο αδερφός μου είναι απόφοιτος της νομικής σχολής.

μεταπτυχιακός

noun (student taking advanced degree) (φοιτητής)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The graduates are studying for their Masters of Science.

μεταπτυχιακός

adjective (of studies after BA)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stephen is going to Harvard to do graduate studies in political science.
Ο Στίβεν θα πάει στο Χάρβαρντ να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στις πολιτικές επιστήμες.

τελειώνω, ολοκληρώνω

intransitive verb (US (complete school level)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His son graduated from the third grade.

περνάω, περνώ

intransitive verb (move to next level)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He graduated to the next level of the game.

δίνω πτυχίο

transitive verb (US (award a degree to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The university graduates two thousand students a year.
Το πανεπιστήμιο βγάζει δύο χιλιάδες απόφοιτους τον χρόνο.

αποφοιτώ

transitive verb (US (finish a degree or diploma)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She graduated high school in 1973.

μεταπτυχιακές σπουδές

noun (studies higher than degree level)

After I obtain my Bachelor of Arts degree I'll be going on to graduate education.

ίδρυμα για μεταπτυχιακές σπουδές

noun (university division) (ΗΠΑ)

What do you intend to do after finishing graduate school?
Τι σκοπεύεις να κάνεις όταν τελειώσεις το ίδρυμα για μεταπτυχιακές σπουδές;

μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτητρια

noun (postgraduate-level student)

I'm working as a teaching assistant to support myself as a graduate student in order to get an advanced degree.

πρακτική άσκηση αποφοίτων

noun (practical study)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του postgraduate στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του postgraduate

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.