Τι σημαίνει το pot στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pot στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pot στο Αγγλικά.

Η λέξη pot στο Αγγλικά σημαίνει γλάστρα, κατσαρόλα, βάζο, μαύρο, βάζω κτ σε γλάστρα, κατσαρόλα, πήλινο, κεραμικό, ποτήρι, δοχείο νυκτός, ταμείο, ποτ, pot, περιουσία, κοιλιά, ποτενσιόμετρο, βάζω μια μπάλα στην τσέπη, βάζω σε δοχείο, βάζω σε βάζο, μεταφυτεύω σε μεγαλύτερη γλάστρα, καλέντουλα, δοχείο νυκτός, κάλυμμα καπνοδόχου, καφετιέρα, καφετιέρα, καφετιέρα, crockpot, γλάστρα, παίρνω την κάτω βόλτα, μαγειρευτό φαγητό, χωνευτήρι, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σούπα με πατσά και πολλά μπαχαρικά, πιάτο με κρέας και λαχανικά από τις Δυτικές Ινδίες, πιάστρα, σποτάκια, θέμα τύχης, τραπέζι ρεφενέ, τραπέζι ρεφενέ, απόδοση pot, πίτα, είδος φαγητού της κατσαρόλας, ψητό της κατσαρόλας, τηγανισμένο πιτάκι με γέμιση, συσκευή απόσταξης, κοιλαράς, κοιλιά, παραλογοτέχνημα, φυτό σε γλάστρα, θάλαμος καπνού, κατσαρόλα, κατσαρόλα, παίρνω ό,τι έμεινε, ποτιστήρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pot

γλάστρα

noun (container for a plant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I need to get some bigger pots to transfer my seedlings into.
Πρέπει να αγοράσω μερικές μεγαλύτερες γλάστρες για να μεταφυτέψω τα φιντάνια μου.

κατσαρόλα

noun (receptacle for cooking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Could you get me that big pot from the top shelf? I need it to make jam.
Μπορείς να μου φέρεις εκείνη τη μεγάλη κατσαρόλα από το επάνω ράφι; Τη χρειάζομαι για να φτιάξω μαρμελάδα.

βάζο

noun (food storage container)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Martin poured the lentils into a pot, closed the lid, and put it in the cupboard.
Ο Μάρτιν έβαλε τις φακές σε ένα βάζο, έκλεισε το καπάκι και το έβαλε στο ντουλάπι.

μαύρο

noun (slang (drug: marijuana) (αργκό, μεταφορικά)

Karen and Tara have been smoking pot all afternoon, and now they have the munchies.
Η Κάρεν και η Τάρα κάπνιζαν χόρτο όλο το απόγευμα και τώρα τις έπιασε λιγούρα.

βάζω κτ σε γλάστρα

transitive verb (plant: put into pot)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Josh potted the azalea.
Ο Τζος φύτεψε την αζαλέα.

κατσαρόλα

noun (contents of a pot)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Adam has made a pot of stew. I was so tired this morning, it took a whole pot of coffee to wake me up.

πήλινο, κεραμικό

noun (piece of pottery)

Alice bought a pot at the pottery market.

ποτήρι

noun (dated (drinking vessel) (ανάλογα το ποτό/ρόφημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Landlord, bring me a pot of ale!

δοχείο νυκτός

noun (abbreviation (chamber pot) (επίσημο, παλαιό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The maid took the pot from under the bed and emptied it out the window.

ταμείο

noun (informal (joint funds) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They all put ten pounds into the pot for Dan's leaving present.

ποτ, pot

noun (gambling: money staked)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Victoria won the game and claimed the pot.

περιουσία

noun (large amount of money)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tom inherited quite a pot when his aunt died.

κοιλιά

noun (abbreviation (pot belly)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben has been drinking too much beer and has developed quite a pot.

ποτενσιόμετρο

noun (informal, abbreviation (potentiometer: variable resistor)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βάζω μια μπάλα στην τσέπη

transitive verb (drive ball into pocket) (για μπιλιάρδο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The snooker player potted the black.

βάζω σε δοχείο, βάζω σε βάζο

transitive verb (food: put into pot)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pot the jelly while it is still hot.

μεταφυτεύω σε μεγαλύτερη γλάστρα

phrasal verb, transitive, separable (seedling: put in larger pot)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's in the greenhouse, potting on the tomato plants.

καλέντουλα

noun (plant: orange flowers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δοχείο νυκτός

noun (container used as bedroom toilet) (για ούρα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κάλυμμα καπνοδόχου

noun (UK (structure: smoke outlet)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καφετιέρα

noun (for brewing coffee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I still prefer my old coffee pot over my new coffee maker.

καφετιέρα

noun (for brewed coffee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tip the milky coffee into a warmed coffee pot.

καφετιέρα

noun (cafetière, pot for making coffee) (συσκευή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

crockpot

noun (US, trademark (slow cooker) (TM: είδος κατσαρόλας)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The lamb was very tender after four hours cooking in the crock pot.

γλάστρα

noun (container for an ornamental plant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The plant outgrew its flower pot.

παίρνω την κάτω βόλτα

verbal expression (slang (decline, deteriorate) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I used to exercise but I'm afraid I've gone to pot since the baby was born.

μαγειρευτό φαγητό

noun (UK (food: casserole)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We made a spicy hotpot for dinner.

χωνευτήρι

noun (figurative (fusion of cultures, nationalities) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
New York city was a cultural melting pot in the nineteenth century, with immigrants coming from all over Europe.
Τον δέκατο ένατο αιώνα η Νέα Υόρκη ήταν ένα χωνευτήρι πολιτισμών, με μετανάστες που κατέφθαναν απ' όλη την Ευρώπη.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun as adjective (figurative (fusing cultures, nationalities)

London is a melting-pot city of different races, cultures and religions.
Η πόλη του Λονδίνου αποτελεί χωνευτήρι διαφορετικών φυλών, πολιτισμών και θρησκειών.

σούπα με πατσά και πολλά μπαχαρικά

noun (thick soup)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πιάτο με κρέας και λαχανικά από τις Δυτικές Ινδίες

noun (stew flavored with cassareep)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πιάστρα

noun (fabric for handling hot dishes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σποτάκια

plural noun (recessed lamps)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Instead of one big flourescent light in the kitchen, I wanted several pot lights near work areas.

θέμα τύχης

noun (informal, figurative, uncountable (whatever is available)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sometimes you can choose, but usually it's pot luck.

τραπέζι ρεφενέ

noun (US (meal: guests bring food)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τραπέζι ρεφενέ

noun (US (meal: guests bring food)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Joe brought grilled hotdogs to the potluck party, and I brought dessert.

απόδοση pot

plural noun (poker: chances of winning) (πόκερ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πίτα

noun (US (pie baked in dish) (σκεπαστή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Kathy is baking a pot pie.

είδος φαγητού της κατσαρόλας

noun (US (stew with dumplings)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
This is a great recipe for pot pie.

ψητό της κατσαρόλας

noun (meat dish cooked in a pot) (συνήθως μοσχάρι)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Emma prepared a pot roast for Sunday lunch.

τηγανισμένο πιτάκι με γέμιση

plural noun (food: dumplings, wontons)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

συσκευή απόσταξης

(brewing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοιλαράς

adjective (having round stomach) (καθομιλουμένη, αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοιλιά

noun (protruding stomach) (μτφ: κοιλιακή παχυσαρκία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παραλογοτέχνημα

noun (informal, figurative (inferior novel written for money) (ανούσιο έργο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φυτό σε γλάστρα

noun (plant growing in a pot)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θάλαμος καπνού

(can of chemicals)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κατσαρόλα

noun (cooking container)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pour the vegetables into the soup pot and then add the broth.

κατσαρόλα

noun (large cooking receptacle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παίρνω ό,τι έμεινε

verbal expression (accept what is available)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When you book a last-minute holiday, you often take pot luck with the hotel.

ποτιστήρι

noun (for watering plants)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She prefers to use a watering can instead of a garden hose.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pot στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pot

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.