Τι σημαίνει το price στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης price στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του price στο Αγγλικά.

Η λέξη price στο Αγγλικά σημαίνει τιμή, -, τίμημα, κοστολογώ, βάζω τιμή, τιμή πώλησης, σε καλή τιμή, έχοντας κάποιο κόστος, όσο και αν κάνει, με οποιοδήποτε κόστος, τιμή ευκαιρίας, βασική τιμή, τιμή πλειοδοσίας, προίκα, τιμή μετρητοίς, τιμή κλεισίματος, έχω κάποιο κόστος, έχω κόστος, πέφτει η τιμή μου, δείκτης τιμών καταναλωτή, ΔΚΤ, τρέχουσα τιμή, με μειωμένη τιμή, λογική τιμή, ορίζω, κανονίζω την τιμή, στήνω την τιμή, προκαθορισμένη τιμή, συγκεκριμένη τιμή, σταθερής τιμής, μενού προκαθορισμένης τιμής, κατώτατη τιμή, ελάχιστη τιμή, πλήρης τιμή, τρέχουσα τιμή, καλή τιμή, πολύ καλή τιμή, μισή τιμή, στη μισή τιμή, μισοτιμής, υψηλό κόστος, υψηλό κόστος, υψηλή τιμή, υψηλότερη τιμή, τιμή που χρεώθηκε, μειωμένη τιμή, τιμή καταλόγου, χαμηλή τιμή, τιμή αγοράς, λογική τιμή, λογική τιμή, καθαρή τιμή, ονομαστική αξία, τιμή προσφοράς, τιμή προσφοράς, άνοιγμα μετοχής, τελική τιμή, υφίσταμαι τις συνέπειες, υφίσταμαι τις συνέπειες του, υψηλή τιμή, ανώτατο όριο τιμών, αγορανομικός έλεγχος, έκπτωση, καθορισμός τιμών, ελάχιστη τιμή, πάγωμα των τιμών, ανατίμηση, που κάνει ανατιμήσεις, που ανεβάζει τις τιμές, τιμοκατάλογος, πουλάω στην ίδια τιμή με τον ανταγωνιστή μου, τιμή, κυμαίνομαι, κατακόρυφη αύξηση τιμής, τιμή, κόστος, αγοραστής που δεν μπορεί να επηρεάσει την τιμή και τη δέχεται ως έχει, πόλεμος τιμών, κάνω ανατιμήσεις, κάνω ανατίμηση σε κτ, τιμή αγοράς, ανεβάζω το κόστος, ανεβάζω την τιμή, λογική χρέωση, προτεινόμενη τιμή, μειωμένη τιμή, έκπτωση, τιμή λιανικής, λιανική τιμή, τιμή με την έκπτωση, τιμή μετά την έκπτωση, τιμή πώλησης, λογική τιμή, τιμή μετοχής, τιμή για άμεση παράδοση, πολύ υψηλή/υπερβολική τιμή, αναγραφόμενη τιμή, τιμή άσκησης, προσδοκώμενη τιμή, υψηλότερο κόστος, κόστος κατά μονάδα, χονδρική πώληση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης price

τιμή

noun (cost to purchase [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What is the price of gold at the moment?
Ποια είναι η τιμή του χρυσού αυτή τη στιγμή;

-

noun (bounty) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The US government put a price on his head.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ τον επικύρηξε.

τίμημα

noun (figurative (toll)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some people say that wars are the price of freedom.

κοστολογώ

transitive verb (valuate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The art dealer priced the vase at six hundred dollars.

βάζω τιμή

transitive verb (label with a price)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let me price this book, then we can go home.
Κάτσε να βάλω τιμή σε αυτό το βιβλίο και μετά μπορούμε να πάμε σπίτι.

τιμή πώλησης

noun (cost of [sth] being sold)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The asking price for the vase is £25.

σε καλή τιμή

expression (at reasonable cost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was able to buy my PC at a good price.

έχοντας κάποιο κόστος

expression (for a certain cost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όσο και αν κάνει

adverb (whatever the cost)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bob was willing to buy the painting at any price.

με οποιοδήποτε κόστος

adverb (figurative (whatever sacrifice is required)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Yvonne wanted to win the game at any price.

τιμή ευκαιρίας

noun (low cost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can find bargain prices on good used clothing at the thrift shop.

βασική τιμή

noun (cost before extras)

The base price is $20,000; if you want a stereo or air conditioning, that will be extra.

τιμή πλειοδοσίας

noun (highest amount of money offered)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The antique table was sold at the bid price of £5,000.

προίκα

noun (payment for wife)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τιμή μετρητοίς

noun (discount)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The cash price for a new car can be as much as 10% less than if you buy it on time.

τιμή κλεισίματος

noun (stock market: ending price) (χρηματιστήριο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The closing price of the telephone company stock has risen for five consecutive days.

έχω κάποιο κόστος, έχω κόστος

verbal expression (figurative (have a downside or disadvantage) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rock stars discover that fame and fortune come at a price.

πέφτει η τιμή μου

verbal expression (informal (become less expensive) (γίνομαι λιγότερο ακριβός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That computer will come down in price when a faster model becomes available.
Θα αγοράσω το καινούριο μοντέλο κινητού όταν πέσει η τιμή του.

δείκτης τιμών καταναλωτή

noun (retail price data)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The consumer price index has risen by 10 percent since the beginning of the year.

ΔΚΤ

noun (initialism (consumer price index) (συντομογραφία)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τρέχουσα τιμή

noun (as of the present)

με μειωμένη τιμή

adjective (cheap, discounted)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λογική τιμή

noun (reasonable cost)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I paid £2,000 for my car - it seemed like a fair price at the time.

ορίζω, κανονίζω την τιμή

verbal expression (agree on cost)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The management team met to fix the price for selling their newest product line.

στήνω την τιμή

intransitive verb (collusion between sellers to set price) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's no point in shopping around for a cheaper one. The shopkeepers all know each other round here and fix the price.

προκαθορισμένη τιμή, συγκεκριμένη τιμή

noun (cost set in advance)

In general, department stores sell goods at fixed prices.

σταθερής τιμής

noun as adjective (option: with set cost)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Two types of mortgages are available: the fixed price mortgage and the variable mortgage.

μενού προκαθορισμένης τιμής

noun (menu: with set cost)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The workers always choose the fixed-price menu.

κατώτατη τιμή, ελάχιστη τιμή

noun (minimum cost)

Occasionally a government will mandate a floor price to protect industries from foreign competition.

πλήρης τιμή

noun (cost of [sth] undiscounted) (χωρίς έκπτωση)

At holiday time you will have to pay full price for airline tickets.

τρέχουσα τιμή

noun (current average cost)

καλή τιμή

noun (reasonable cost)

The hotel offers good prices for rooms.

πολύ καλή τιμή

noun (value for money, cheap cost)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That's a great price for a machine with those features.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Βρήκα ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο σε τιμή ευκαιρίας και το αγόρασα.

μισή τιμή

noun (cost: 50% reduction)

The shop is selling lots of clothes at half price in the sale.

στη μισή τιμή

noun as adjective (50% reduction)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alice always looks out for half-price items in the supermarket.

μισοτιμής

adverb (at a 50% reduction)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I bought this dress half-price in the sale.

υψηλό κόστος

plural noun (great costs)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
High prices are bad news for consumers.

υψηλό κόστος

noun (figurative (great cost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We won the battle, but we paid such a high price in human lives, I wonder if it was worth it.

υψηλή τιμή

noun (figurative (great cost, expense)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His rise to fame came with a high price tag; his wife and children left him.

υψηλότερη τιμή

noun (greatest cost) (για προϊόν)

τιμή που χρεώθηκε

noun (cost as billed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please confirm the invoiced price, and make a duplicate of the invoice.

μειωμένη τιμή

noun (UK, informal (low cost, discounted price)

This holiday season, our store will offer the best knockdown prices of the year.

τιμή καταλόγου

noun (undiscounted, advertised cost)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Very few customers pay the list price for a new car.

χαμηλή τιμή

noun (small or reduced cost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A low price doesn't always mean lack of quality, but it's a good indicator.

τιμή αγοράς

noun (current price)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The current market price for lobster is $7.99 per pound.

λογική τιμή

noun (reasonable or modest cost)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This store offers quality merchandise at a moderate price.

λογική τιμή

noun (reasonable or moderate cost)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The car was being sold at a modest price.

καθαρή τιμή

noun (price after deductions)

ονομαστική αξία

noun (estimated cost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The nominal price of the car is $25,000.

τιμή προσφοράς

noun (cost of [sth] being offered for sale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The offer price is $250,000, but I think they will take substantially less.

τιμή προσφοράς

noun (cost of [sth] being offered for sale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The offering price of this new share issue is likely to be between $1.85 and $1.95.

άνοιγμα μετοχής

noun (stock trading: day's starting price) (χρηματιστήριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τελική τιμή

noun (all-inclusive cost)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υφίσταμαι τις συνέπειες

verbal expression (figurative (suffer for [sth])

υφίσταμαι τις συνέπειες του

verbal expression (figurative (suffer for [sth])

υψηλή τιμή

noun (elevated cost paid for [sth] of top quality)

Here at XYZ store you can always get premium quality without paying a premium price.

ανώτατο όριο τιμών

noun (upper limit set on prices)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many economists think that establishing price ceilings interferes with free-market economics.

αγορανομικός έλεγχος

noun (limits set on prices)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The first thing the new dictator did was to establish price control on basic goods.

έκπτωση

noun (discount, lowering of costs)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You can find bargains after Christmas when there are price cuts on holiday merchandise.

καθορισμός τιμών

noun (agreed control of prices) (παράτυπος, παράνομος)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The Department of Justice has accused the publisher of price fixing.

ελάχιστη τιμή

noun (minimum charge allowed for [sth])

πάγωμα των τιμών

noun (temporary fixing of prices) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Department of Trade and Industry imposed a price freeze on basic commodities.

ανατίμηση

noun (increasing price with demand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Price gouging of medical supplies was common during the pandemic.

που κάνει ανατιμήσεις, που ανεβάζει τις τιμές

noun as adjective (opportunistic with pricing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Price-gouging manufacturers are selling masks for five times the normal price.

τιμοκατάλογος

noun (itemized listing of product prices)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The price list shows how much the company charges for different services.

πουλάω στην ίδια τιμή με τον ανταγωνιστή μου

intransitive verb (sell [sth] as low as competitor)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τιμή

noun (cost of [sth] at retail)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κυμαίνομαι

noun (scale of prices)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The price range of real estate varies from 4,500 to 8,000 euros per square metre.
Οι τιμές των ακινήτων κυμαίνονται από 4.500 ως 8.000 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο.

κατακόρυφη αύξηση τιμής

noun (sudden severe increase in cost)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The bad summer weather caused a price spike in tomatoes.

τιμή

noun (label showing an item's cost)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I cut the price tag off before I gift-wrapped the sweater.

κόστος

noun (figurative (cost, value)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Health care reform will come with a hefty price tag.

αγοραστής που δεν μπορεί να επηρεάσει την τιμή και τη δέχεται ως έχει

noun (economics: purchaser unable to affect price)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πόλεμος τιμών

(intensive competition)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κάνω ανατιμήσεις

intransitive verb (raise prices with demand)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Some government agencies target companies that price-gouge.

κάνω ανατίμηση σε κτ

transitive verb (raise price with demand)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That store is price-gouging masks and hand sanitizer.

τιμή αγοράς

noun (cost at which [sth] is bought)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Over the years, the purchase price for a new car has risen significantly.

ανεβάζω το κόστος, ανεβάζω την τιμή

transitive verb (increase the cost of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λογική χρέωση

noun (fair cost)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προτεινόμενη τιμή

noun (suggested retail price)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A lot of discount shops show inflated recommended prices.

μειωμένη τιμή, έκπτωση

noun (discount)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τιμή λιανικής, λιανική τιμή

noun (amount [sth] costs in shops)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I never pay the full retail price because I know how to haggle.

τιμή με την έκπτωση, τιμή μετά την έκπτωση

noun (discounted cost)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Even the sale price is more than I'm willing to pay.

τιμή πώλησης

noun (cost at which [sth] is put up for sale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I nearly fainted when I heard the selling price of the house.

λογική τιμή

noun (reasonable cost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I hope I'll get a sensible price for my mother's old piano.

τιμή μετοχής

noun (cost of financial stocks)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
So far this year share prices have fallen by a fifth.

τιμή για άμεση παράδοση

noun (trading: immediate cost)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολύ υψηλή/υπερβολική τιμή

noun (informal (very high cost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναγραφόμενη τιμή

noun (seller's price, esp. for car)

τιμή άσκησης

noun (finance: fixed price)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσδοκώμενη τιμή

noun (anticipated retail cost)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bank has set a target price of 250p per share.

υψηλότερο κόστος

noun (highest cost)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You'll have to pay top price if you want theatre tickets for tonight.

κόστος κατά μονάδα

noun (cost per item)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χονδρική πώληση

noun (cost of [sth] purchased in bulk)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The wholesale price is always much cheaper than the retail price.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του price στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του price

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.