Τι σημαίνει το released στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης released στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του released στο Αγγλικά.

Η λέξη released στο Αγγλικά σημαίνει που αφέθηκε ελεύθερος, αποφυλακίζω, αφήνω, κυκλοφορώ, βεβαίωση, δήλωση, απελευθέρωση, ελευθέρωση, απελευθέρωση, κυκλοφορία, κυκλοφορία, κυκλοφορία, δελτίο, μουσική γέφυρα, απαλάσσω, απαλάσσω, κυκλοφορώ, αναδίδω, αναδίνω, κυκλοφορώ, απαλάσσω, λύνω, αφήνω, εκδίδω, εκτονώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης released

που αφέθηκε ελεύθερος

adjective (set free)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The released prisoners stood, dazed, outside the prison gates for a moment.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι όμηροι που αφέθηκαν ελεύθεροι ήταν σε καλή φυσική κατάσταση.

αποφυλακίζω

transitive verb (liberate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The jail released the prisoner after four years.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αφού έγιναν δεκτά όλα τα αιτήματά τους οι τρομοκράτες απελευθέρωσαν (or: ελευθέρωσαν) τους ομήρους.

αφήνω

transitive verb (let go of, stop grasping)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The father released his hold on his daughter when she saw grandma.
Ο πατέρας άφησε το χέρι της κόρης του όταν είδε τη γιαγιά.

κυκλοφορώ

transitive verb (movie: make public)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They released the movie with a party in Los Angeles.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κυκλοφόρησε η καινούργια ταινία του Τζακ Νίκολσον.

βεβαίωση, δήλωση

noun (law: agreement giving permission)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Please sign the release that says that you will not sue, so your son can play basketball.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κυβέρνηση αποφάσισε ότι η εκχώρηση αρμοδιοτήτων στην τοπική αυτοδιοίκηση θα βοηθήσει στην αποκέντρωση των εξουσιών.

απελευθέρωση, ελευθέρωση

noun (prisoner, hostage: setting free) (από ομηρία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many former prisoners have difficulty finding employment after their release.
Πολλοί πρώην κρατούμενοι δυσκολεύονται να βρουν εργασία μετά από την αποφυλάκισή τους.

απελευθέρωση

noun (animal: setting free)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The release of the young birds into the wild was a success.
Η απελευθέρωση των νεαρών πουλιών στην άγρια φύση στέφθηκε με επιτυχία.

κυκλοφορία

noun (movie: coming to cinemas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The movie's release occurred on the same day across the country.

κυκλοφορία

noun (publication)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The publisher has scheduled June the first for the release of her new novel.

κυκλοφορία

noun (recording)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is the rock star's third release from this CD.

δελτίο

noun (announcement) (τύπου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The company issued a press release to announce its new product.
Η εταιρεία εξέδωσε δελτίο τύπου για να αναγγείλει το νέο της προϊόν.

μουσική γέφυρα

noun (music: bridge)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The tambourine signals the release, which occurs three minutes into the song.

απαλάσσω

transitive verb (free from: debt) (κάποιον από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The final payment will release you from this debt.

απαλάσσω

transitive verb (free from: obligation) (κπ από υποχρέωση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His boss released him from the need to maintain the computers.

κυκλοφορώ

transitive verb (publish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The publisher will release the book next week.

αναδίδω, αναδίνω

transitive verb (emit: vapour, flames)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stay away from that container; it is releasing dangerous fumes.

κυκλοφορώ

transitive verb (put on sale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company released the new product on Tuesday.

απαλάσσω

transitive verb (free from legal responsibility) (κάποιον από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This contract releases us from liability in case of injury.

λύνω

transitive verb (ease off: brakes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Release the handbrake, and shift into first gear now.
Λύσε το χειρόφρενο και τώρα βάλε πρώτη ταχύτητα.

αφήνω

transitive verb (ease off: clutch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When you release the clutch, the engine will engage.
Όταν αφήσεις το συμπλέκτη θα πάρει μπρος ο κινητήρας.

εκδίδω

transitive verb (publish: official statement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government released a statement denying the scandal.

εκτονώνω

transitive verb (let out: emotions)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should have a good cry to release all those emotions.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του released στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του released

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.