Τι σημαίνει το remote στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης remote στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του remote στο Αγγλικά.
Η λέξη remote στο Αγγλικά σημαίνει μακρινός, απόμακρος, απομακρυσμένος, απόμακρος, αμυδρός, μακρινός, μακρινός, έμμεσος, απέχω πολύ, τηλεχειριστήριο, τηλεχειριστήριο, συντήρηση από μακριά, μακρινό παρελθόν, μικρή πιθανότητα, απομακρυσμένη περιοχή, τηλεπισκόπηση, εργασία εξ αποστάσεως, αεροσκάφος απομακρυσμένου ελέγχου, τηλεχειριζόμενος, τηλεκοντρόλ, κομπιούτερ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης remote
μακρινός, απόμακροςadjective (distant) (σε χώρο, χρόνο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He lives in a remote village about 100 km from here. Ζει σ' ένα μακρινό (or: απόμακρο) χωριό, περίπου 100 χμ από 'δω. |
απομακρυσμένοςadjective (secluded, isolated) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Roosevelt strove to bring electricity to the most remote areas in the U.S. Ο Ρούσβελτ προσπάθησε να φέρει τον ηλεκτρισμό στις πιο απομακρυσμένες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών. |
απόμακροςadjective (aloof) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mary's quietness led people to believe she was somewhat remote. Η σιωπή της Μέρι έκανε τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι ήταν κάπως απόμακρη. |
αμυδρόςadjective (figurative (possibility: faint) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There is a remote chance you will get the job, but as you did badly in the interview, I don't think it's likely. Υπάρχει μια αμυδρή ελπίδα να πάρεις τη δουλειά, όμως δεν νομίζω ότι είναι πιθανό γιατί τα πήγες άσχημα στη συνέντευξη. |
μακρινόςadjective (distantly related) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The president is a remote cousin of mine. |
μακρινόςadjective (distant in time) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The year 2092 seems rather remote to me. |
έμμεσοςadjective (indirect) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The mountain road is a remote way of going to Torino. |
απέχω πολύadjective (not closely connected) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Her calm, unruffled poise is as remote from his temper tantrums as it's possible to be. |
τηλεχειριστήριοnoun (informal, abbreviation (electronic device: remote control) (συσκευή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Give me the remote so I can choose a channel. Δώσ' μου το τηλεκοντρόλ να διαλέξω κανάλι. |
τηλεχειριστήριοnoun (device: for TV, etc.) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The remote control for the TV didn't work because the batteries were flat. Το τηλεχειριστήριο της τηλεόρασης δεν λειτουργούσε επειδή είχαν τελειώσει οι μπαταρίες. |
συντήρηση από μακριάnoun (technical support from off site) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) IBM uses remote maintenance so that their engineers don't need to travel from place to place. |
μακρινό παρελθόνnoun (time long ago) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) This ruin was inhabited by a farming family some time in the remote past. |
μικρή πιθανότηταnoun (very slight chance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There's a very remote possibility that a large asteroid will destroy the earth today. |
απομακρυσμένη περιοχήnoun (isolated area) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Red Cross had difficulty getting aid to the remote region after the earthquake. |
τηλεπισκόπησηnoun (detection of [sth] from a distance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εργασία εξ αποστάσεωςnoun (doing your job off site) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αεροσκάφος απομακρυσμένου ελέγχουnoun (model aircraft) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Tony built a remote-control plane from a kit. |
τηλεχειριζόμενοςadjective (operated by electronic remote) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
τηλεκοντρόλ, κομπιούτερnoun (informal, abbreviation (television remote: handheld control) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του remote στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του remote
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.