Τι σημαίνει το road στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης road στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του road στο Αγγλικά.

Η λέξη road στο Αγγλικά σημαίνει δρόμος, δρόμος, δρόμος, δρόμος, δρόμος, δρόμος, Εθνική Οδός, παράδρομος, δρόμος προσπέλασης, οδική αρτηρία, παράδρομος, παράδρομος, χωματόδρομος, μελλοντικά, στο μέλλον, παρακάτω στον δρόμο, πιο κάτω στον δρόμο, διχάλα, σταυροδρόμι, δρόμος με χαλίκι, ηθικολογία, φεύγω, μεσημεριανό καθ' οδόν, κεντρικός δρόμος, μέτριος, μέσος, μέση οδός, μέση του δρόμου, αδιέξοδο, εκτός δρόμου, παντός εδάφους, καθ'οδόν, καθ'οδόν,σε περιοδεία, στο δρόμο προς, με κατεύθυνση,με προορισμό, ένα για τον δρόμο, πλακόστρωτος δρόμος, περιφερειακός, είσοδος οδικής αρτηρίας, είσοδος οδικού δικτύου, τροχαίο ατύχημα, ποδήλατο δρόμου, μηχανή, κάποιος που νομίζει ότι όλος ο δρόμος είναι δικός του, κάποιος που νομίζει ότι ο δρόμος του ανήκει, σαμαράκι, συνεργείο συντήρησης οδικών αρτηριών, οδικός χάρτης, σχέδιο δράσης, ρόουντ μούβι, οδικό δίκτυο, κόντρες, επιθετική οδήγηση, οδική ασφάλεια, υπάλληλος οδικής ασφάλειας, λωρίδα επείγουσας ανάγκης, λωρίδα έκτακτης ανάγκης, περιοδεύουσα θεατρική ή μουσική παράσταση, περιοδεύω θεατρική ή μουσική παράσταση, πινακίδα, τέλος κυκλοφορίας, οδική δοκιμή, ο δρόμος προς τον πλούτο, κίνηση, ταξίδι με το αυτοκίνητο, χρήστης του δρόμου, εργάτης οδοποιίας, εργάτρια οδοποιίας, ζώα που σκοτώθηκαν από διερχόμενα οχήματα, ανεπιθύμητος, ασφαλτοστρωμένος δρόμος, δευτερεύουσα οδός, παράδρομος, παράδρομος, σαμαράκι, ράμπα, δρόμος με διόδια, κύρια οδική αρτηρία, χωματόδρομος, δρόμος με πολλές στροφές. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης road

δρόμος

noun (traffic route)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We drove along winding country roads to reach the village. That road is Highway Nineteen to Albany.
Οδηγήσαμε σε επαρχιακούς δρόμους γεμάτους στροφές για να φτάσουμε στο χωριό. Αυτός ο δρόμος έιναι η Εθνική Οδός 19 για το Άλμπανι.

δρόμος

noun (street)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The post office is three blocks down this road.
Το ταχυδρομείο είναι τρία τετράγωνα πιο κάτω σε αυτόν τον δρόμο.

δρόμος

noun (route)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Do not take the wrong road or you will get lost.

δρόμος

noun (path)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You will see roses a little way down the road.

δρόμος

noun (way)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Which road should I take to get to Athens?

δρόμος

noun (figurative (way) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She is on the road to happiness.

Εθνική Οδός

noun (main traffic route)

A motorist was caught doing almost double the 70-mph limit on an A road in Worcestershire.
Ένας οδηγός εντοπίστηκε να οδηγεί με ταχύτητα σχεδόν διπλάσια από το όριο των 70 μιλίων/ώρα σε Εθνική Οδό του Γουστερσάιρ.

παράδρομος

noun (US (slip road on a motorway)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The access road to the highway is actually a very long on-ramp.

δρόμος προσπέλασης

noun (UK (special, express route)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A vehicle has broken down on the access road, causing long traffic delays.

οδική αρτηρία

noun (main road or route)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The arterial roads into the city often get blocked up with traffic in the rush hour.

παράδρομος

noun (not a main route)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They got lost somewhere in the back roads of Devon.

παράδρομος

noun (countryside: side road)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χωματόδρομος

noun (unmade road, track)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Main Street is paved but all the other streets are just dirt roads.
Η οδός Main είναι ασφαλτοστρωμένη, αλλά οι υπόλοιποι δρόμοι δεν είναι παρά χωματόδρομοι.

μελλοντικά, στο μέλλον

adverb (figurative, informal (in the future)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We're planning to have kids somewhere down the road, maybe in five years or so.

παρακάτω στον δρόμο, πιο κάτω στον δρόμο

adverb (literal (further along the street)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This is number 17 Main Street; number 25's down the road in that direction.

διχάλα

noun (path that splits into 2 directions) (καθομ: δρόμος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Take a left when you come to the fork in the road.

σταυροδρόμι

noun (figurative (decision point) (μτφ: στιγμή απόφασης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ryan had reached a fork in the road; should he get a job or go to university?

δρόμος με χαλίκι

noun (path of small stones)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This gravel road is only wide enough for one car.

ηθικολογία

noun (figurative (morally superior approach)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φεύγω

verbal expression (slang, figurative (leave, start a journey)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We rose early and hit the road before 7.00 am.

μεσημεριανό καθ' οδόν

noun (US (midday meal at a motorway café)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We drove for about three hours and then had lunch on the road.

κεντρικός δρόμος

noun (principal street)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Learner drivers usually practise on side streets before going on to the main roads.

μέτριος, μέσος

adjective (figurative (average, mediocre) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The band abandoned their experimental tendencies for a middle-of-the-road sound in an effort to sell more records.

μέση οδός

adjective (informal, figurative (politics: not extreme) (πολιτική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His politics then were very middle of the road; they became radical later.
Οι πεποιθήσεις του αρχικά ακολουθούσαν τη μέση οδό∙ αργότερα έγιναν ριζοσπαστικές.

μέση του δρόμου

noun (centre of a street) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The child froze in the middle of the road as the car sped towards him.
Το παιδί πάγωσε στη μέση του δρόμου καθώς το αυτοκίνητο επιτάχυνε προς το μέρος του.

αδιέξοδο

noun (cul-de-sac) (δρόμος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εκτός δρόμου

adverb (on unmade terrain)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Four wheel drive cars are designed to be driven off road.

παντός εδάφους

adjective (vehicle: for rough terrain)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
An African Safari requires a sturdy off-road vehicle.

καθ'οδόν

adverb (travelling)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We will be on the road for days when we drive from New York to Los Angeles.

καθ'οδόν,σε περιοδεία

adverb (on tour)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She spends several months of the year on the road, touring with her band.

στο δρόμο προς

adverb (on the way, on a path: to [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eating less and exercising more has me on the road to losing weight.

με κατεύθυνση,με προορισμό

preposition (heading for, destined for)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Are we on the road to Rome?

ένα για τον δρόμο

expression (final [sth] before leaving a place)

πλακόστρωτος δρόμος

noun (path of slabs or stones)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
After 3 kilometres, the paved road became a gravel one, which made cycling difficult.

περιφερειακός

noun (UK (motorway around a city)

We used the ring road to avoid the traffic in the city centre.

είσοδος οδικής αρτηρίας, είσοδος οδικού δικτύου

noun (entry to a traffic route)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Road access to the airport is closed due to flooding.

τροχαίο ατύχημα

noun (law: traffic collision)

Khalid was injured in a road accident.

ποδήλατο δρόμου

noun (bicycle for paved roads)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
This road bike has a carbon frame.

μηχανή

noun (motorcycle allowed on road)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mike enjoys riding his road bike.

κάποιος που νομίζει ότι όλος ο δρόμος είναι δικός του, κάποιος που νομίζει ότι ο δρόμος του ανήκει

noun (figurative (driver: does not stay in lane) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I wish this truck would move into the proper lane - he's such a road hog.
Αυτό το φορτηγό δε λέει με τίποτα να μπει τη σωστή λωρίδα. Ο οδηγός νομίζει ότι όλος ο δρόμος είναι δικός του.

σαμαράκι

noun (speed bump that slows traffic) (υπερύψωση οδοστρώματος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are a lot of road humps along this street.

συνεργείο συντήρησης οδικών αρτηριών

noun (team who carry out roadworks)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A road maintenance crew is inspecting the structure of the bridge.

οδικός χάρτης

noun (route plan for drivers)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sarah was looking at the road map, trying to decide on the best route to Oxford.

σχέδιο δράσης

noun (figurative (software business: plan) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The President explained his road map for the future of the economy.
Ο Πρόεδρος εξήγησε το σχέδιο δράσης του για το μέλλον της οικονομίας.

ρόουντ μούβι

noun (film about a journey) (κινηματογράφος)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Easy Rider is a well-known example of a road movie.

οδικό δίκτυο

noun (system of traffic routes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The road network has suffered from a lack of investment.

κόντρες

noun (athletics, cars: race on public roads) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

επιθετική οδήγηση

noun (informal (aggression while driving)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Most of us have experienced road rage at one time or another.

οδική ασφάλεια

noun (prevention of traffic accidents)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Children are taught about road safety at school.

υπάλληλος οδικής ασφάλειας

noun (employee: traffic safety)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Road Safety Officer visits schools and talks to the students.

λωρίδα επείγουσας ανάγκης, λωρίδα έκτακτης ανάγκης

noun (area at the side of a motorway)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The truck banged into the SUV on the road shoulder.

περιοδεύουσα θεατρική ή μουσική παράσταση

noun (touring performance or display)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The road show will be touring the entire country at 15 venues.

περιοδεύω θεατρική ή μουσική παράσταση

transitive verb (US (put on as touring performance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The producer decided to road-show the play.

πινακίδα

noun (traffic notice) (στο δρόμο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Didn't you see the road sign? - it said 'Cattle Crossing Ahead'.

τέλος κυκλοφορίας

noun (UK (car ownership tax)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

οδική δοκιμή

noun (US (test of vehicle in use)

The article reports results from the road tests of three new cars.

ο δρόμος προς τον πλούτο

noun (figurative (way to achieve wealth) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Adrienne's success with her first business set her on the road to riches.

κίνηση

noun (vehicles)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The road traffic is especially heavy at this time in the morning.

ταξίδι με το αυτοκίνητο

noun (journey in a car, bus, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We're planning a road trip to Perth this weekend.
Σχεδιάζουμε ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο στο Περθ αυτό το Σαββατοκύριακο.

χρήστης του δρόμου

noun ([sb] who uses roads)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εργάτης οδοποιίας, εργάτρια οδοποιίας

noun (person employed to do roadworks)

ζώα που σκοτώθηκαν από διερχόμενα οχήματα

noun (uncountable (animal killed by traffic)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Yuck, there's some roadkill over there. I can't believe how much roadkill we've seen on this journey.

ανεπιθύμητος

noun (figurative (someone unwanted) (άτομο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ασφαλτοστρωμένος δρόμος

noun (route surfaced for use by traffic) (με άσφαλτο)

You can reach Bunbury on a sealed road.

δευτερεύουσα οδός

noun (arterial road)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The road south was a secondary road, and in very bad condition.

παράδρομος

noun (road alongside expressway) (στην εθνική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παράδρομος

noun (small street)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Phil parked the car on a side road.

σαμαράκι

noun (UK (road hump)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ράμπα

noun (UK (ramp: to enter or exit a highway) (εισόδου/εξόδου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δρόμος με διόδια

noun (highway for which a fee is charged)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There are a lot of toll roads around Orlando airport.

κύρια οδική αρτηρία

noun (UK (main road)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χωματόδρομος

noun (dirt track, unpaved route)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There are many unmade roads in this region, so you need a four-wheel drive vehicle.

δρόμος με πολλές στροφές

noun (route or highway with many turns)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is a winding road that leads to the top of the hill.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του road στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του road

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.