Τι σημαίνει το role στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης role στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του role στο Αγγλικά.

Η λέξη role στο Αγγλικά σημαίνει ρόλος, ρόλος, ενεργός ρόλος, σύντομος, έκτακτος, επιλέγω κπ για τον ρόλο, αιτιώδης ρόλος, θέση στην εταιρεία, ρόλος, φυλετικοί ρόλοι, πρωταγωνιστικός ρόλος, πρωταγωνιστικός ρόλος, δεύτερος ρόλος, μικρός ρόλος, παίζω ρόλο, συμμετέχω, παίζω ρόλο, συμμετέχω, παίζω το ρόλο, ακρόαση, πρότυπο, παράδειγμα προς μίμηση, αναπαράσταση, παιχνίδι ρόλων, το να παίζω ένα ρόλο, του παιχνιδιού ρόλων, δεύτερος ρόλος, συμμετέχω ενεργά, συμμετέχω ενεργά σε κτ, επώνυμος ρόλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης role

ρόλος

noun (part in a play)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Brad won the role of Hamlet.
Ο Μπραντ πήρε το ρόλο του Άμλετ.

ρόλος

noun (purpose, set of tasks)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My role is to supervise the project.
Ο ρόλος μου είναι να επιβλέπω το έργο.

ενεργός ρόλος

noun (full participation)

Now I'm taking a more active role in local politics.

σύντομος, έκτακτος

noun (actor: brief appearance)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Brad Pitt is in the movie, but he only has a cameo role.

επιλέγω κπ για τον ρόλο

verbal expression (select a performer to appear as)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αιτιώδης ρόλος

noun (active influence on [sth] happening) (λόγιος)

θέση στην εταιρεία

noun (job position in business)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρόλος

noun (acting part in a movie)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I've worked in TV for years but haven't yet had a film role.

φυλετικοί ρόλοι

plural noun (social expectations of men, women)

Women's contribution to the war effort in the 1940s had a lasting effect on gender roles.

πρωταγωνιστικός ρόλος

noun (central acting part)

My son got the lead role in the school play.

πρωταγωνιστικός ρόλος

noun (prominent acting part)

She tried out and got the leading role in "Carousel.".

δεύτερος ρόλος

noun (small acting part)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His first film appearance was a minor role in Star Wars.

μικρός ρόλος

noun (small part in: accomplishing [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
All the credit should go to you because I only played a minor role in winning this contract.

παίζω ρόλο, συμμετέχω

verbal expression (act a part)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Several Nixon loyalists played a role in the Watergate scandal.
Αρκετοί υποστηρικτές του Νίξον έπαιξαν ρόλο στο σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ.

παίζω ρόλο, συμμετέχω

transitive verb (act a part in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My brother's playing a role in the new production of The Phantom of the Opera.

παίζω το ρόλο

verbal expression (act the part)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ακρόαση

noun (film, theatre: choosing actors) (επιλογή ηθοποιών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρότυπο, παράδειγμα προς μίμηση

noun ([sb]: sets good example)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She's a very bad role model for those young girls who look up to her.
Είναι πολύ κακό πρότυπο για εκείνα τα μικρά κορίτσια που τη θαυμάζουν.

αναπαράσταση

noun (playacting, simulation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
“Today we'll be doing a role play exercise,” said the teacher.
«Σήμερα θα κάνουμε μια άσκηση αναπαράστασης,» είπε ο δάσκαλος.

παιχνίδι ρόλων

noun (teaching, psychotherapy method) (παιδαγωγικά, ψυχοθεραπεία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το να παίζω ένα ρόλο

noun (behavior change)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

του παιχνιδιού ρόλων

noun as adjective (pertaining to role-playing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεύτερος ρόλος

noun (acting: secondary part) (μεταφορικά)

He didn't need to be the star of every movie; he was quite happy in supporting roles.

συμμετέχω ενεργά

verbal expression (be fully involved)

Emily takes an active part in the chess club.

συμμετέχω ενεργά σε κτ

verbal expression (be involved)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He refused to take an active part in the discussion.

επώνυμος ρόλος

noun (acting: part of eponymous character)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του role στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του role

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.