Τι σημαίνει το ruin στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ruin στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ruin στο Αγγλικά.

Η λέξη ruin στο Αγγλικά σημαίνει καταστρέφω, χαλάω, καταστρέφω, οδηγώ κπ/κτ στην χρεωκοπία, καταστρέφω, ερείπιο, καταστροφή, κατάρρευση, πτώση, διάλυση, καταστροφή, καταστροφή, ερείπια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ruin

καταστρέφω

transitive verb (thing: destroy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He ruined his computer by spilling coffee on it.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι επιδημίες ρημάξανε τον τόπο.

χαλάω, καταστρέφω

transitive verb (figurative (mood: destroy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her vicious remarks ruined my evening.
Τα πικρόχολα σχόλιά της κατέστρεψαν το απόγευμά μου.

οδηγώ κπ/κτ στην χρεωκοπία

transitive verb (bankrupt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The business was ruined by the bad economy.
Η επιχείρηση οδηγήθηκε στην καταστροφή λόγω της άσχημης οικονομικής κατάστασης.

καταστρέφω

transitive verb (cause downfall of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She ruined his political career when she told of their affair.
Η γυναίκα κατέστρεψε την καριέρα του πολιτικού όταν μίλησε για τη σχέση τους.

ερείπιο

noun (wrecked building or city) (γκρεμισμένο κτίσμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What's left of the castle is just a ruin with no roof.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μέσα στα χαλάσματα του παλιού του σπιτιού βρήκε ένα παιδικό του παιχνίδι.

καταστροφή, κατάρρευση, πτώση, διάλυση

noun (downfall of [sth]) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The economic bubble ended in the ruin of the dot-com sector.
Η οικονομική φούσκα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των εταιρειών ηλεκτρονικού εμπορίου.

καταστροφή

noun (cause of destruction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Drugs were her ruin.
Τα ναρκωτικά ήταν η καταστροφή της.

καταστροφή

noun (downfall of a person)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The epic hero fell to his ruin at the end of the play.
Ο ήρωας του έπους οδηγήθηκε στην καταστροφή του στο τέλος του έργου.

ερείπια

plural noun (remains of a building or city)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The ruins of Pompeii are fascinating.
Τα ερείπια της Πομπηίας είναι συναρπαστικά.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ruin στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ruin

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.