Τι σημαίνει το air στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης air στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του air στο Αγγλικά.
Η λέξη air στο Αγγλικά σημαίνει αέρας, αέρας, αέρας, άνεμος, αίσθηση, νότα, μεταδίδω, εκφράζω, μελωδία, αέρας, αέρας, αεροπλάνο, κλιματιστικό, αεροπορικός, υπεροψία, μεταδίδομαι, αερίζω, εκθέτω στον αέρα, κλιματισμός, αερόγραμμα, Τάγμα της Τιμής, Τάγμα της Τιμής, νοσοκομειακό ελικόπτερο, αεροπορική επιδρομή, αεροπορική επίθεση, αερόφρενο, φυσαλίδα, φουσκάλα, μπουρμπουλήθρα, αεροπορικό φορτίο, αεροσυμπιεστής, κλιματιστικό, κλιματιστικό, κλιματιστικός, κλιματιστικό, φουσκωτό προστατευτικό, στεγνώνω στον αέρα, που έχει στεγνώσει στον αέρα, αεραγωγός, φίλτρο αέρος, ρεύμα αέρα, πολεμική αεροπορία, Πολεμική Αεροπορία, Πολεμική Αεροπορία, αερομεταφερόμενο φορτίο, αποσμητικό χώρου, διάκενο αέρος, κενό αέρος, μίμηση παιξίματος κιθάρας χωρίς κιθάρα, αεροβόλο, αερόσφυρα, air hockey, τραπέζι για air hockey, οπή αερισμού, τρύπα, θύλακας αέρος, κόρνα αέρος, αεροσυνοδός, στόμιο εισόδου αέρα, εισαγωγή, φιλί στον αέρα, διαρροή αέρος, αεροπορικώς, αεροπορική επιστολή, αντιπτέραρχος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μάζα αέρος, στρώμα αέρος, στρώμα θαλάσσης, κενό αέρα, ρεύμα, φυσαλίδα, φουσκάλα, μπουρμπουλήθρα, ατμοσφαιρική ρύπανση, αεροπορικές δυνάμεις, ατμοσφαιρική πίεση, ατμοσφαιρική πίεση, τρόμπα, τρόμπα, ψυχολογική έκρηξη επιβάτη αεροπλάνου, αεροπορική επιδρομή, αεροβόλο, αεροφόρος σάκος, αεροφόρος σάκος, φωταγωγός, αεραγωγός, αεροπορική επίθεση, απεργία αεροπορικών εταιριών, αεροταξί, τερματικός σταθμός, εναέρια κυκλοφορία, έλεγχος ενάεριας κυκλοφορίας, αερομεταφορά, αεροπλανοφόρο, αεροπορικό ταξίδι, βαλβίδα αέρος, αεραγωγός, φορτωτική, δροσίζω, κλιματιζόμενος, αερόψυκτος, στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέρα, στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέρα, γεμάτος με αέρα, αντιαεροπορικό καταφύγιο, αεροναυτική διάσωση, βολή από ένα αεροσκάφος προς ένα άλλο, βολή από αεροσκάφος προς στόχο στην στεριά, αέρος-εδάφους, ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας, αερόσακος, αεροπορική βάση, φουσκωτό στρώμα, στεγανός θάλαμος μετάβασης, αεροφράκτης, αεροστεγής, ακλόνητος, αεροδιάδρομος, διοικητής αεράμυνας, αναπνοή, ανάσα, ανάσα φρεσκάδας, ευπρόσδεκτη αλλαγή, αεροπορικώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης air
αέραςnoun (space above, around) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The magician seemed to hover in the air before their eyes. Ο μάγος φαινόταν να αιωρείται στον αέρα μπροστά στα μάτια τους. |
αέραςnoun (atmosphere) (ατμόσφαιρα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The air in the bar was thick with smoke. Ο αέρας στο μπαρ ήταν πνιγηρός από τον καπνό. |
αέρας, άνεμοςnoun (wind) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I felt a gust of air on my neck. Ένιωσα ένα φύσημα του ανέμου στον λαιμό μου. |
αίσθηση, νόταnoun (ambiance) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His departure cast an air of sadness over their gathering. Η αποχώρησή του άφησε μια νότα θλίψης στη συγκέντρωσή τους. |
μεταδίδωtransitive verb (show, broadcast) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) All of the networks will air the debate. Όλα τα δίκτυα θα μεταδώσουν τη συζήτηση. |
εκφράζωtransitive verb (figurative (express, vent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The students went to the principal to air their grievances. Οι μαθητές πήγαν στον διευθυντή για να εκφράσουν τα παράπονά τους. |
μελωδίαnoun (melody) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The violinist played a beautiful Irish air. |
αέραςnoun (appearance) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) She has the air of a Spaniard, but is actually English. |
αέραςnoun (attitude, aura) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Phil's new suit gave him an air of confidence. |
αεροπλάνοnoun (air transport) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In the nineteen twenties, people began crossing the ocean by air. |
κλιματιστικόnoun (informal, US (air conditioning) (μηχάνημα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I'm a little hot, so I'm going to turn on the air. Ζεσταίνομαι λίγο, γι' αυτό θα ανοίξω τον κλιματισμό. |
αεροπορικόςnoun as adjective (relating to aircraft) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπεροψίαplural noun (haughty manner) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Michael comes from a very ordinary family, despite his airs. |
μεταδίδομαιintransitive verb (be broadcast) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The interview with the president is going to air this Monday. |
αερίζωtransitive verb (room, space: ventilate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's open the windows to air the room. |
εκθέτω στον αέραphrasal verb, transitive, separable (expose to air) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When spring comes, we air out all the heavy winter blankets. |
κλιματισμόςnoun (initialism (air conditioning) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) All our rooms are equipped with television, fridge and AC. |
αερόγραμμαnoun (thin stationary for use in airmail) (αεροπορική επιστολή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Τάγμα της Τιμήςnoun (US, initialism (military decoration: Air Force Cross) (παράσημο πολεμικής αεροπορίας) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Τάγμα της Τιμήςnoun (UK, initialism (military decoration: Air Force Cross) (παράσημο πολεμικής αεροπορίας) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
νοσοκομειακό ελικόπτεροnoun (aircraft for medical emergencies) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Helicopters were used as air ambulances during the Vietnam War. |
αεροπορική επιδρομήnoun (military strike from aircraft) We believe that the leader was killed in an air assault from a pilot-less drone. |
αεροπορική επίθεσηnoun (bombing or strafing by plane) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) As the Second World War neared its end, many German cities faced Allied air attacks. |
αερόφρενοnoun (machinery: pneumatic brake) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φυσαλίδα, φουσκάλα, μπουρμπουλήθραnoun (pocket of air in a liquid) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) That little pump creates hundreds of air bubbles in the aquarium. |
αεροπορικό φορτίοnoun (plane freight) That airline charges $5.00 a pound for air cargo. |
αεροσυμπιεστήςnoun (pressurization device) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κλιματιστικόnoun (device: cools the air) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The air conditioner was broken, so I turned on the fan. |
κλιματιστικόnoun (system: cools the air) (η συσκευή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I only turn on the air conditioning on the hottest days. |
κλιματιστικόςnoun as adjective (system: for cooling air) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The air-conditioning unit has broken down. |
κλιματιστικόnoun (device: cools the air) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The repairman will arrive between 1-4pm today to fix your air conditioning unit. |
φουσκωτό προστατευτικόnoun (inflatable packaging, padding) |
στεγνώνω στον αέραtransitive verb (dry by contact with air) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που έχει στεγνώσει στον αέραadjective (dry from contact with air) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αεραγωγόςnoun (building: air passage) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In films, you often see people escape buildings through the air ducts. |
φίλτρο αέροςnoun (filter that removes dust from air) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ρεύμα αέραnoun (current, movement of air) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The air flow of this oxygen concentrator is 3 liters a minute. |
πολεμική αεροπορίαnoun (military: aviation unit) France has a larger air force than the UK. Η Γαλλία έχει μεγαλύτερη πολεμική αεροπορία από το Ηνωμένο Βασίλειο. |
Πολεμική Αεροπορίαnoun (US (USAF: United States Air Force) (για τις ΗΠΑ) Dan is a pilot in the Air Force. |
Πολεμική Αεροπορίαnoun (UK (RAF: Royal Air Force) (για το ΗΒ) Ian joined the Air Force as soon as he was old enough. Μόλις μεγάλωσε αρκετά, ο Ίαν κατατάχθηκε στην Πολεμική Αεροπορία. |
αερομεταφερόμενο φορτίοnoun (transport of goods by plane) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The company sent the items by air freight. |
αποσμητικό χώρουnoun (product that combats odours) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I sprayed the room with air freshener to cover the dog's smell. |
διάκενο αέρος, κενό αέροςnoun (electronics) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μίμηση παιξίματος κιθάρας χωρίς κιθάραnoun (imaginary rock-guitar playing) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αεροβόλοnoun (pellet rifle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αερόσφυραnoun (tool: pneumatic hammer) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The construction crew had to use an air hammer to break up the concrete walkway. |
air hockeynoun (table game played with a puck) (παιχνίδι με δίσκους) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τραπέζι για air hockeynoun (surface for playing air hockey) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οπή αερισμούnoun (opening to admit or release air) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τρύπαnoun (pond, river: opening in ice) (στον πάγο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θύλακας αέροςnoun (aeronautics: air pocket) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κόρνα αέροςnoun (loud pneumatic horn) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) When there is fog, ships sound their air horns to gauge their positions. |
αεροσυνοδόςnoun (dated (female airline steward) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The air hostess served drinks to the passengers on the flight. The more current term for air hostess is flight attendant. Κατά τη διάρκεια της πτήσης, η αεροσυνοδός σέρβιρε ποτά στους επιβάτες. |
στόμιο εισόδου αέραnoun (ventilation aperture) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The air intake filter is dirty and needs to be replaced. |
εισαγωγήnoun (carburettor opening) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The air intake valve on that engine seems to be clogged. |
φιλί στον αέραnoun (gesture: kiss without contact) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
διαρροή αέροςnoun (escape of air) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Better check the pressure in that tire. I think it has a slow air leak. |
αεροπορικώςnoun (postal service by plane) (ταχυδρομείο: υπηρεσία) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αεροπορική επιστολήnoun (post sent by plane) (ταχυδρομείο) |
αντιπτέραρχοςnoun (UK (officer in Royal Air Force) (της Βρετανικής αεροπορίας) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Johnson holds the rank of Air Marshal. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (US (aircraft security agent) Only a small number of flights have an air marshal on board. |
μάζα αέροςnoun (body of air) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
στρώμα αέροςnoun (inflatable mattress: for sleeping) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You'll need an air mattress when we go camping in the mountains. We pump up an air mattress for our house guests as we don't have a spare bed. |
στρώμα θαλάσσηςnoun (US (air bed, lilo: for swimming pool) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I love floating on an air mattress. |
κενό αέρα, ρεύμαnoun (aeronautics: current of air) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) When the plane hit an air pocket, the turbulence knocked the flight attendants off their feet. |
φυσαλίδα, φουσκάλα, μπουρμπουλήθραnoun (air trapped in liquid) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She survived in an air pocket under the capsized boat. |
ατμοσφαιρική ρύπανσηnoun (contamination of the atmosphere) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Toxic emissions from factories have increased air pollution. |
αεροπορικές δυνάμεις(military) |
ατμοσφαιρική πίεσηnoun (atmospheric force) Masses of high and low air pressure create the weather on Earth. |
ατμοσφαιρική πίεσηnoun (degree of atmospheric force) The current temperature is -1, and the air pressure is 1016 millibars. |
τρόμπαnoun (device: inflates tyres) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) To inflate our car tires, we use the air pump at the gas station instead of the bicycle pump at home. |
τρόμπαnoun (device: compresses air) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ψυχολογική έκρηξη επιβάτη αεροπλάνουnoun (informal (outburst by plane passenger) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αεροπορική επιδρομήnoun (bombing by plane) |
αεροβόλοnoun (pneumatic gun) (όπλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You could shoot your eye out with that air rifle if you're not careful. |
αεροφόρος σάκοςnoun (part of bird's body) |
αεροφόρος σάκοςnoun (part of insect's body) |
φωταγωγόςnoun (building: air passage) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In my apartment, half the windows look out onto the street and half into the air shaft. |
αεραγωγόςnoun (ventilation shaft in mine) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αεροπορική επίθεσηnoun (military: aerial attack) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The military conducted an air strike on the enemy base. |
απεργία αεροπορικών εταιριώνnoun (airline work stoppage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αεροταξίnoun (small for-hire aircraft) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There is regular air taxi service across the Strait of Juan de Fuca between Vancouver and Victoria. |
τερματικός σταθμόςnoun (mainly UK (airport passenger area) |
εναέρια κυκλοφορίαnoun (aircraft when flying) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Air traffic depends on airport controllers who know how to read radar information. |
έλεγχος ενάεριας κυκλοφορίαςnoun (directing and monitoring aircraft) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Air traffic control is one of the most stressful occupations. |
αερομεταφοράnoun (shipping, travel by aircraft) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The goods were packed and shipped today for air transport to Taipei. |
αεροπλανοφόροnoun (aircraft used for this) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αεροπορικό ταξίδιnoun (uncountable (plane journeys) Air travel is no longer the journey of wonderment it was fifty years ago. |
βαλβίδα αέροςnoun (device: controls air flow) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αεραγωγόςnoun (outlet for air) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The hospital discovered that the virus was being carried through the air vents. |
φορτωτική(shipping document) |
δροσίζωtransitive verb (cool) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I wish they would air-condition this hot room. |
κλιματιζόμενοςadjective (with air-cooling system) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The hotel said that for a few more dollars we could have an air-conditioned room. |
αερόψυκτοςadjective (engine: cooled by circulating air) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Most motorcycles have air-cooled engines. Volkswagen was one of the first cars with an air-cooled engine. Οι περισσότερες μοτοσικλέτες έχουν αερόψυκτες μηχανές.Το Volkswagen ήταν ένα από τα πρώτα αυτοκίνητα με αερόψυκτο κινητήρα. |
στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέραadjective (dried by exposure to air) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέραadjective (dries by exposure to air) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γεμάτος με αέραadjective (full of air) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντιαεροπορικό καταφύγιοnoun (underground bunker) During the Cold War, many Americans built air-raid shelters in their backyards. Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο πολλοί Αμερικανοί έκτισαν αντιαεροπορικά καταφύγια στις αυλές τους. |
αεροναυτική διάσωσηnoun (emergency service at sea) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βολή από ένα αεροσκάφος προς ένα άλλοadjective (weapon: between aircraft) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βολή από αεροσκάφος προς στόχο στην στεριάadjective (weapon: fired by aircraft at land) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αέρος-εδάφουςadjective (weapon: aircraft to land, sea) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίαςnoun (person: directs aircraft) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) The air-traffic controller directed the plane to a runway. |
αερόσακοςnoun (self-inflating safety device) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In the event of a crash, an airbag can save you from a serious head or chest injury. |
αεροπορική βάσηnoun (military aircraft station) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φουσκωτό στρώμαnoun (lilo, inflatable mattress) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
στεγανός θάλαμος μετάβασηςnoun (between rooms) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αεροφράκτηςnoun (pressurized chamber for divers) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αεροστεγήςadjective (completely sealed) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The samples should be stored in an airtight container. |
ακλόνητοςadjective (figurative (alibi: secure) (άλλοθι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αεροδιάδρομοςnoun (skyway: plane route) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) There is a heavily traveled airway that passes right over our house. |
διοικητής αεράμυναςnoun (military: chief of air defence) (ένοπλες δυνάμεις) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
αναπνοή, ανάσαnoun (inhalation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The paramedics administered oxygen because Sara was fighting for every breath of air. |
ανάσα φρεσκάδας, ευπρόσδεκτη αλλαγήnoun (figurative ([sth] new) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The new manager came as a breath of fresh air. Ο ερχομός του νέου διευθυντή ήταν μια ευπρόσδεκτη αλλαγή. |
αεροπορικώςadverb (via aeroplane) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Did you send the package by air? |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του air στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του air
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.