Τι σημαίνει το night στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης night στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του night στο Αγγλικά.

Η λέξη night στο Αγγλικά σημαίνει νύχτα, βράδυ, νυκτόβιος, νυχτερινός, βραδινός, βραδινός, βραδιά, νυχτερινός, βραδινός, σκοτεινή περίοδος, σκοτεινή σελίδα, μέρα, μιλάω όλο τον, έξοδος, όλη την νύχτα, ολονύχτιος, όλη τη νύχτα, καθόλη τη διάρκεια της νύχτας, τη νύχτα, το βράδυ, μπάτσελορ πάρτυ, μπάτσελορ νύφης, απόγευμα που αφιερώνεται στο μπάνιο, μαύρος σαν κατράμι, κατάμαυρος, τη νύχτα, το βράδυ, χορεύω όλη τη νύχτα, χορεύω όλη νύχτα, χορεύω ως το ξημέρωμα, μέρα-νύχτα, η μαύρη νύχτα, κατά τη διάρκεια της νύχτας, κάθε βράδυ, κάθε νύχτα, νύχτα πρεμιέρας, πρωτοχρονιά, αναξιόπιστος, αναξιόπιστος, ανέντιμος, ανειλικρινής, ωραία βραδιά, καληνύχτα, καληνύχτα, για καληνύχτα, Νύχτα του Γκάι Φοκς, μέσα στη μαύρη νύχτα, τη νύχτα, στη μαύρη νύχτα, τα μεσάνυχτα, μες στα μαύρα μεσάνυχτα, τη νύχτα, τη νύχτα, πεταλούδα της νύχτας, χθες το βράδυ, χτες βράδυ, χθες τη νύχτα, αργά το βράδυ, αργά τη νύχτα, βραδυνός, σαν κλέφτης, στα κλεφτά, στα μουλωχτά, μέρα νύχτα, κακή νυχτερινή όραση, δικαστήριο που συνεδριάζει τη νύχτα, γαιοσκώληκας, νυχτερινό τηλεγράφημα που παραδίδεται την επομένη, φωτάκι νυχτός, νυχτερινές επιχειρήσεις, έξοδος, νυχτοπούλι, νυχτερινό σχολείο, νυχτερινή βάρδια, νυχτερινός ουρανός, νυχτερινό μαγαζί, νυχτερινή εφίδρωση, κομοδίνο, νυχτερινή όραση, νυχτερινή φύλαξη/σκοπιά, νυχτερινός φύλακας, καληνύχτα, γυαλιά νυχτερινής όρασης, τελευταίο βραδινό ποτό, σκουφάκι ύπνου, πιτζάμες, πιζάμες, κλαμπ, νυχτερινή ζωή, φως νυχτός, νύχτα, νυχτερινός, ξεπέτα, πρεμιέρα, φτηνό περίστροφο μικρού διαμετρήματος που είναι εύκολο να κρυφτεί, περνώ τη νύχτα, μένω για το βράδυ, εκείνο το βράδυ, εκείνη τη νύχτα, το προηγούμενο βράδυ, το προηγούμενο βράδυ, θεματική βραδιά, απόψε, κατά την διάρκεια της νύχτας, αύριο το βράδυ, αύριο βράδυ, παραμονή Θεοφανείων, παραμονή Φώτων, παραμονή Θεοφανείων, παραμονή Φώτων, η Δωδέκατη Νύχτα, βραδινός, νύχτα γάμου, πρώτη νύχτα του γάμου, βράδυ Τετάρτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης night

νύχτα

noun (hours without light)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It was a cold, dark night.
Ήταν ένα κρύο, σκοτεινό βράδυ.

βράδυ

noun (evening)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We ate at a fabulous restaurant last night.
Χθες το βράδυ φάγαμε σε ένα πολυτελές εστιατόριο.

νυκτόβιος

noun as adjective (nocturnal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rats are night animals. They usually sleep during the daytime.
Οι αρουραίοι είναι νυκτόβια ζώα. Συνήθως κοιμούνται κατά τη διάρκεια της μέρας.

νυχτερινός, βραδινός

noun as adjective (of, during the night)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The night sky is filled with stars.
Η νυχτερινός ουρανός είναι γεμάτος αστέρια.

βραδινός

noun as adjective (for use at night)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The kids like the night light to be on so the room is not totally dark.
Τα παιδιά θέλουν να είναι αναμμένο το φωτάκι νυκτός για να μην είναι τελείως σκοτεινό το δωμάτιο.

βραδιά

noun (after dark: on given day)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Friday night is poker night.
Το βράδυ της Παρασκευής είναι βραδιά πόκερ.

νυχτερινός, βραδινός

noun as adjective (working at night)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The night guard works from midnight to six in the morning.
Ο νυχτοφύλακας εργάζεται από τα μεσάνυχτα ως τις έξι το πρωί.

σκοτεινή περίοδος, σκοτεινή σελίδα

noun (figurative (misfortune) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Civil War was the night of American history.
Ο Εμφύλιος Πόλεμος ήταν μια σκοτεινή περίοδος (or: μια σκοτεινή σελίδα) στην Αμερικάνικη ιστορία.

μέρα

noun (day, evening)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They gave their best performance on the third night.
Έδωσαν την καλύτερή τους παράσταση το τρίτο βράδυ.

μιλάω όλο τον

phrasal verb, transitive, separable (spend hours, day, night, etc. talking)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έξοδος

noun (evening at bar, party) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After I got my promotion, my friends and I went for a night out on the town to celebrate.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γιατί ντύθηκες τόσο καλά; Ετοιμάζεσαι για έξοδο με το αγόρι σου;

όλη την νύχτα

adverb (throughout the night)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The convenience store is open all night.

ολονύχτιος

adjective (continuing through the night)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
These all-night study sessions are tiring me out.
Το ολονύχτιο διάβασμα με εξαντλεί.

όλη τη νύχτα, καθόλη τη διάρκεια της νύχτας

expression (throughout the night)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
All through the night we could hear the loud music from the floor above.

τη νύχτα, το βράδυ

adverb (during the nighttime)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bats only feed at night. My cat is often the most alert and playful at night.
Οι νυκτερίδες τρέφονται μόνο τη νύχτα. Η γάτα μου είναι συχνά πιο ξύπνια και παιχνιδιάρα το βράδυ.

μπάτσελορ πάρτυ

noun (party for a husband-to-be)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Bachelor parties tend to be wild and crazy. We're going to a nightclub for Simon's stag do.
Στα μπάτσελορ πάρτυ γίνεται συνήθως τρελό κέφι και τα πράγματα ξεφεύγουν. Θα πάμε σε ένα κλαμπ για το μπάτσελορ του Σάιμον.

μπάτσελορ νύφης

noun (party for a wife-to-be)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απόγευμα που αφιερώνεται στο μπάνιο

noun (evening scheduled for bath) (κατά λέξη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Before there was running water in the farmhouse, bath night was on Saturday, after all the week's work was over.

μαύρος σαν κατράμι

adjective (totally dark) (μεταφορικά)

It was black as night in the cave.

κατάμαυρος

adjective (black in color) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The cat's fur was black as night.
Το τρίχωμα της γάτας ήταν κατάμαυρο.

τη νύχτα, το βράδυ

adverb (at night-time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The solders staged a surprise attack by night.

χορεύω όλη τη νύχτα, χορεύω όλη νύχτα, χορεύω ως το ξημέρωμα

verbal expression (figurative, informal (spend the evening dancing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sometimes when you feel really good, you just want to dance the night away.

μέρα-νύχτα

adverb (all the time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Edgar's been working day and night to get the house ready in time.

η μαύρη νύχτα

noun (middle of the night) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά τη διάρκεια της νύχτας

adverb (in the night time, at night)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I heard an eerie sound during the night; it turned out to be an owl in the garden.

κάθε βράδυ, κάθε νύχτα

adverb (nightly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I brush my teeth every night before I go to bed.

νύχτα πρεμιέρας

noun (opening night)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρωτοχρονιά

noun (night of New Year's Eve)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναξιόπιστος

adjective (figurative (dishonest, scamming)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναξιόπιστος, ανέντιμος, ανειλικρινής

noun (figurative, slang ([sb] dishonest)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He's no fly-by-night operator: he's got years of experience and will do a good job.

ωραία βραδιά

noun (enjoyable evening, night)

We had a steak dinner and lots of laughs--it was a good night.
Φάγαμε μπριζόλες για δείπνο και γελάσαμε πολύ, ήταν μια ωραία βραδιά.

καληνύχτα

interjection (on [sb] going to bed)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
I'm going to sleep. Goodnight.

καληνύχτα

interjection (in evening: goodbye)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
I'll be leaving now; goodnight!

για καληνύχτα

noun as adjective (indicating farewell)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He gave her a good-night kiss.

Νύχτα του Γκάι Φοκς

noun (UK (5th November celebration)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μέσα στη μαύρη νύχτα

expression (in the middle of the night)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

τη νύχτα, στη μαύρη νύχτα

expression (poetic (at nighttime)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the dark of night, the forest became a menacing place.
Στη μαύρη νύχτα, το δάσος έγινε απειλητικό μέρος.

τα μεσάνυχτα, μες στα μαύρα μεσάνυχτα

adverb (in the middle of the night)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Strange noises in the dead of night can be very scary.

τη νύχτα

adverb (between sunset and sunrise)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
At some point in the night I awoke to the sound of screaming.

τη νύχτα

adverb (continuing past nightfall)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The party went on going long into the night.
Το πάρτυ συνεχίστηκε μέχρι αργά τη νύχτα.

πεταλούδα της νύχτας

noun (euphemism (prostitute) (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
With her short dress, high heels and make-up she looked like a lady of the night.

χθες το βράδυ, χτες βράδυ

adverb (yesterday evening)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I went to bed very early last night - just after nine.
Πήγα για ύπνο πολύ νωρίς χτες το βράδυ, λίγο μετά τις εννιά.

χθες τη νύχτα

adverb (yesterday during the night)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
There was heavy snowfall in the area last night.
Χθες τη νύχτα, υπήρξε έντονη χιονόπτωση στην περιοχή.

αργά το βράδυ, αργά τη νύχτα

adverb (at a late hour, during the night)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I used to stay up late at night listening to music and reading.

βραδυνός

adjective (taking place at a late hour)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I saw it on the late-night news.

σαν κλέφτης, στα κλεφτά, στα μουλωχτά

adverb (silently, stealthily)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The fog crept down the valley like a thief in the night. The cat crept through the garden like a thief in the night.

μέρα νύχτα

adverb (all the time, constantly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
We worked night and day to meet the deadline. I have been working night and day to get this project finished on time.

κακή νυχτερινή όραση

noun (inability to see in low lighting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δικαστήριο που συνεδριάζει τη νύχτα

noun (law court that holds sessions at night)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γαιοσκώληκας

noun (colloquial (large nocturnal earthworm)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νυχτερινό τηλεγράφημα που παραδίδεται την επομένη

noun (dated (overnight telegram)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φωτάκι νυχτός

noun (soft room light left on at night)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My daughter is afraid of the dark so she sleeps with a night light in her bedroom.

νυχτερινές επιχειρήσεις

plural noun (military action carried out at night) (στρατός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έξοδος

noun (evening or nighttime social outing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We had a great night out on Friday – you should've come.

νυχτοπούλι

noun (figurative ([sb] who is active at night) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I am at my best in the morning, but my husband is a night owl.

νυχτερινό σχολείο

noun (adult evening classes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I am learning Russian at night school every Thursday evening.

νυχτερινή βάρδια

noun (nocturnal work period)

People who work the night shift often have trouble adjusting their sleep schedule.

νυχτερινός ουρανός

noun (stars, etc. seen at night)

νυχτερινό μαγαζί

noun (late-night entertainment venue)

Gary and his friends decided to explore the night spots near their hotel.

νυχτερινή εφίδρωση

(pathology)

κομοδίνο

noun (small bedside table)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I keep a glass of water on my night table.

νυχτερινή όραση

noun (ability to see in the dark)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cats have excellent night vision.

νυχτερινή φύλαξη/σκοπιά

noun (surveillance or guard kept at night)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was working as a night watch at the bank when the earthquake struck.

νυχτερινός φύλακας

noun (male: guards property at night)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Our office is guarded at night by the night watchman.

καληνύχτα

interjection (infantile (good night)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

γυαλιά νυχτερινής όρασης

noun (infrared optical device)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
During the war in the Falklands, some Argentine units employed night-vision goggles.

τελευταίο βραδινό ποτό

noun (alcoholic drink)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Would you like to come to my place for a nightcap?

σκουφάκι ύπνου

noun (hat worn for sleep)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My grandfather wears a nightcap to bed.

πιτζάμες, πιζάμες

plural noun (garments worn for sleeping)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κλαμπ

noun (bar with dancing)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Some of the nightclubs stay open till 2 am.
Μερικά κλαμπ μένουν ανοικτά μέχρι τις 2 πμ.

νυχτερινή ζωή

noun (night-time entertainment)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The beach was great but the town had no nightlife.
Η παραλία ήταν σπουδαία αλλά η πόλη δεν είχε νυκτερινή ζωή.

φως νυχτός

noun (soft light left on at night)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

νύχτα

noun (period of night)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They skyline is especially beautiful during nighttime.

νυχτερινός

adjective (nocturnal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Owls are nighttime hunters.

ξεπέτα

noun (isolated sexual encounter with [sb])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Betty's not my girlfriend; we had a one-night stand, that's all.

πρεμιέρα

noun (theatre: first performance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φτηνό περίστροφο μικρού διαμετρήματος που είναι εύκολο να κρυφτεί

noun (US, slang (cheap handgun)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περνώ τη νύχτα, μένω για το βράδυ

verbal expression (stay somewhere overnight)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκείνο το βράδυ, εκείνη τη νύχτα

adverb (on a specified night in the past)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sixteen ships were sunk that night. Do you remember what you were doing that night?
Δεκαέξι πλοία βυθίστηκαν εκείνο το βράδυ. Θυμάσαι τι έκανες εκείνο το βράδυ;

το προηγούμενο βράδυ

noun (previous night or evening)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το προηγούμενο βράδυ

adverb (on the previous night or evening)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

θεματική βραδιά

noun (evening event based on concept or gimmick)

απόψε

noun (tonight)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This night should be a good one.

κατά την διάρκεια της νύχτας

adverb (during the whole night)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They travelled through the night in order to get there at first light.

αύριο το βράδυ, αύριο βράδυ

adverb (on the evening of next day)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
See you tomorrow night!

παραμονή Θεοφανείων, παραμονή Φώτων

noun (festive evening before Twelfth Night)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παραμονή Θεοφανείων, παραμονή Φώτων

noun (evening of Twelfth Night)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

η Δωδέκατη Νύχτα

noun (Shakespeare play) (έργο του Σαίξπηρ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βραδινός

adjective (baseball game: beginning at twilight in doubleheader) (αγώνας μπέιζμπολ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νύχτα γάμου, πρώτη νύχτα του γάμου

noun (newlywed couple's first night together)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βράδυ Τετάρτης

noun (Wednesday after dark)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του night στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του night

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.