Τι σημαίνει το knowledge στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης knowledge στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του knowledge στο Αγγλικά.

Η λέξη knowledge στο Αγγλικά σημαίνει γνώση, γνώση, πληροφορίες, εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, θεωρητικές γνώσεις, γνώση, δεδομένα, στοιχεία, απόκτηση γνώσεων, σύνολο γνώσεων, θεωρία, σαρκική επαφή, βεβαιότητα, πίστη, πεποίθηση, γνωστό τοις πάσι, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, γνώση από πρώτο χέρι, πηγή γνώσης, αποκτώ γνώση, γενικές γνώσεις, ξέρω καλά, γνωρίζω καλά, γνωρίζω κτ καλά, είμαι έμπειρος σε, ενορατική γνώση, διαχείριση γνώσης, πρακτική γνώση, βαθιά γνώση, αυτογνωσία, τεχνογνωσία, δίψα για γνώση, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γωρίζω, σύμφωνα με όσα γνωρίζω, απ'όσο ξέρεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης knowledge

γνώση

noun (of a fact) (γεγονότος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She kept her knowledge of the love affair a secret from her husband.
Είχε γνώση για το ειδύλλιο, αλλά το κράτησε μυστικό από τον άντρα της.

γνώση

noun (understanding) (κατανόηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The psychologist had a deep knowledge of human nature.
Ο ψυχολόγος είχε βαθιά γνώση της ανθρώπινης φύσης.

πληροφορίες

noun (information)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
This book has a lot of knowledge in it. You should study it thoroughly.
Αυτό το βιβλίο περιλαμβάνει πολλές πληροφορίες. Πρέπει να το μελετήσεις προσεκτικά.

εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, θεωρητικές γνώσεις

noun (book knowledge) (θεωρία)

He has a lot of knowledge about the subject, but little practical experience.
Έχει πολλές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις για το θέμα, αλλά ελάχιστη εμπειρία στην πράξη.

γνώση

noun (familiarity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nobody had better knowledge of the area roads than he did.

δεδομένα, στοιχεία

noun (body of fact) (πραγματικά στοιχεία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
We have much more knowledge about sleep disorders today than ever before.
Σήμερα έχουμε πολύ περισσότερα δεδομένα (or: στοιχεία) για τις διαταραχές του ύπνου σε σχέση με παλαιότερα.

απόκτηση γνώσεων

noun (learning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σύνολο γνώσεων

noun (everything known about a topic)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The geologist made a discovery that significantly contributed to the body of human knowledge.

θεωρία

noun (theory)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σαρκική επαφή

noun (sexual intercourse)

It used to be considered a sin to have carnal knowledge of anyone before marriage.

βεβαιότητα

noun (certainty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The certain knowledge that their children were safe was a relief to the parents.

πίστη, πεποίθηση

noun (faith, devoted belief)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γνωστό τοις πάσι

noun ([sth] that most people know) (λόγιο: είναι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was common knowledge among the staff that Bill had a drinking problem. Though Galileo was persecuted for saying this in the 17th century, it is now common knowledge that the earth orbits the sun.
Όλοι στην εταιρεία γνώριζαν ότι ο Μπιλ αντιμετώπιζε πρόβλημα αλκοολισμού.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (differing experience of [sth])

εγκυκλοπαιδικές γνώσεις

noun (extensive knowledge)

The children were impressed by their grandfather's encyclopedic knowledge of aircraft.

γνώση από πρώτο χέρι

noun (directly from source)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πηγή γνώσης

noun (figurative (source of information or wisdom) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
When it comes to Hemingway, my teacher is the font of all knowledge.

αποκτώ γνώση

(learn, acquire information)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This course enables students to gain knowledge about digital photography.

γενικές γνώσεις

noun (commonly-known facts)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The team won the pub quiz thanks to the breadth of its general knowledge.

ξέρω καλά, γνωρίζω καλά

verbal expression (be informed about)

Taxi drivers have to have a good knowledge of all the local streets.

γνωρίζω κτ καλά

verbal expression (be an expert in)

I have a thorough knowledge of the subject.

είμαι έμπειρος σε

transitive verb (be experienced in)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have knowledge of many programming languages, gained through a lifetime of working in Information Technology.

ενορατική γνώση

noun (innate grasp or understanding)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Some women appear to have an intuitive knowledge of how to care for a newborn child. She is very good with animals and seems to have an intuitive knowledge of their needs.

διαχείριση γνώσης

noun (data technology)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρακτική γνώση

noun (information that can be applied)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have some practical knowledge of physics but couldn't begin to explain quantum theory. Those fishermen have a lot of practical knowledge when it comes to fixing their boats.
Έχω κάποια πρακτική γνώση της φυσικής αλλά δεν θα μπορούσα να εξηγήσω την κβαντική θεωρία.

βαθιά γνώση

noun (in-depth familiarity with [sth])

He had a profound knowledge of astronomy.

αυτογνωσία

noun (understanding yourself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τεχνογνωσία

noun (practical and specialist skills)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm afraid I don't have the technical knowledge to fix your laptop.

δίψα για γνώση

noun (figurative (intense desire to learn) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Jim had a genuine thirst for knowledge.

απ' όσο ξέρω, απ' όσο γωρίζω

adverb (as far as I am aware)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σύμφωνα με όσα γνωρίζω

expression (as far as I know)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
To the best of my knowledge, all of the coffee shops in the city close before 9:00 p.m.

απ'όσο ξέρεις

adverb (as far as you know)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
To your knowledge, did the defendant have anything to drink after 7 o'clock?

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του knowledge στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του knowledge

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.