Τι σημαίνει το reading στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης reading στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του reading στο Αγγλικά.
Η λέξη reading στο Αγγλικά σημαίνει ανάγνωση, ανάλυση, απαγγελία, οντισιόν, εκτέλεση, ανάγνωσμα, ένδειξη, μέτρηση, διαβάζω, δείχνω, διαβάζω για κτ/κπ, διαβάζω, εκλαμβάνω, διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω, ανάγνωσμα, πάω, διαβάζω, μελετάω, μελετώ, διαβάζω, διαβάζω, συμπεραίνω, μελετάω, μελετώ, παίρνω τις μετρήσεις, ακούω, λέω, γράφω, ψυχρή ανάγνωση, κάνω δημόσια ανάγνωση, διάβασμα των χειλιών, τηλεπάθεια, ανάγνωση ποίησης, αναγνωστικό κοινό, κατανόηση κειμένου, γυαλιά ανάγνωσης, πορτατίφ, δωμάτιο για διάβασμα, κενό για μία εβδομάδα, συνήθως πριν από την εξεταστική, γραφή, ανάγνωση και αριθμητική, βιβλία για το καλοκαίρι, βιβλία για τις διακοπές, βιβλίο για τις διακοπές, παίρνω μέτρηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης reading
ανάγνωσηnoun (action of [sb] who reads) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Reading took up all her time. Whenever you saw her, she had her nose buried in a book. |
ανάλυσηnoun (interpretation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) What is your reading of the economy? Ποια είναι η ανάλυσή σου για την οικονομία; |
απαγγελίαnoun (recitation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They have poetry readings at a local coffee shop. Οργανώνουν αναγνώσεις ποίησης σε μια καφετέρια της γειτονιάς. |
οντισιόνnoun (audition) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The actress was called back for a second reading. |
εκτέλεσηnoun (music: performance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) That was an unusual reading of Bach's Preludes. |
ανάγνωσμαnoun (matter read) (λόγιος, επίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The reading was light and easy. |
ένδειξηnoun (indication on instrument) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The altimeter reading shows that we are quite low. |
μέτρησηnoun (noting of instrument indication) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Your gas bill is based on monthly readings of your meter. |
διαβάζωtransitive verb (text) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I read the newspaper every day. Διαβάζω εφημερίδα καθημερινά. |
δείχνωtransitive verb (measure: indicate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The thermometer reads 22 degrees. Το θερμόμετρο δείχνει 22 βαθμούς. |
διαβάζω για κτ/κπ(read on the topic of) I read about your accident in the newspaper. Διάβασα για το ατύχημά σου στην εφημερίδα. |
διαβάζωintransitive verb (read written matter) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She reads every night before going to sleep. Διαβάζει κάθε βράδυ πριν πάει για ύπνο. |
εκλαμβάνωtransitive verb (interpret) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I read the article as critical of the government. What do you think? Αυτό το άρθρο το εκλαμβάνω ως αρνητική κριτική προς την κυβέρνηση. Εσύ τι νομίζεις; |
διαβάζωintransitive verb (be able to read) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My grandmother can't read. Η γιαγιά μου δεν ξέρει να διαβάζει. |
διαβάζωintransitive verb (speak text aloud) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The teacher read and the children listened. Ο δάσκαλος διάβαζε και τα παιδιά άκουγαν. |
διαβάζωtransitive verb (speak text aloud) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She read the joke to us. Μας διάβασε το ανέκδοτο. |
ανάγνωσμαnoun (colloquial (experience of reading) (επίσημο, λόγιος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) This mystery story is a good read - full of excitement. |
πάωintransitive verb (have a given wording) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Listen closely to the wording, and note how it reads. |
διαβάζω, μελετάω, μελετώintransitive verb (learn of by reading) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As far as philosophy is concerned, I prefer to read rather than attend classes. |
διαβάζωtransitive verb (be able to understand) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He can read Russian. |
διαβάζωtransitive verb (understand by observing) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She read the skies for signs of a storm. |
συμπεραίνωtransitive verb (infer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm not sure I read the same meaning from his comments that you do. |
μελετάω, μελετώtransitive verb (to study) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My son is reading Classics at Cambridge University. |
παίρνω τις μετρήσειςtransitive verb (take details from) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The electricity supplier sends someone to read the meter every year. |
ακούωtransitive verb (communications: hear) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hello Houston, do you read me? |
λέω, γράφωtransitive verb (say, be written) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The sign read "Keep off the grass." |
ψυχρή ανάγνωσηnoun (psychic's technique) |
κάνω δημόσια ανάγνωσηverbal expression (read [sth] publicly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διάβασμα των χειλιώνnoun (interpreting mouth movements) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τηλεπάθειαnoun (telepathy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My cousin believes he can use mind reading to understand the thoughts of his pet dog. |
ανάγνωση ποίησηςnoun (recital) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Last night we went to a poetry reading at the local library. |
αναγνωστικό κοινόnoun (intended readers) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) To be successful, a writer needs to identify his reading audience. |
κατανόηση κειμένουnoun (school: reading exercise) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γυαλιά ανάγνωσηςplural noun (spectacles) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) He knew he was getting old when he had to buy reading glasses to see small print. Ήξερε ότι μεγάλωνε όταν χρειάστηκε να αγοράσει ένα ζευγάρι γυαλιά ανάγνωσης για να βλέπει τα μικρά γράμματα. |
πορτατίφnoun (light for reading) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) There is a reading lamp on the desk. |
δωμάτιο για διάβασμα(room for reading) (σε σπίτι) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κενό για μία εβδομάδα, συνήθως πριν από την εξεταστικήnoun (UK (university: week-long break from classes) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γραφή, ανάγνωση και αριθμητικήplural noun (basic skills: literacy, numeracy) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When you go to primary school, you have to focus on reading, writing, and arithmetic. |
βιβλία για το καλοκαίρι, βιβλία για τις διακοπέςnoun (books to read in long school holiday) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βιβλίο για τις διακοπέςnoun (book read on summer holiday) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνω μέτρησηverbal expression (measurement: observe, record) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The electric company meter reader takes a reading at our house every month. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του reading στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του reading
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.