Τι σημαίνει το vez στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vez στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vez στο ισπανικά.

Η λέξη vez στο ισπανικά σημαίνει φορά, -πλάσια, σειρά, περιστασιακός, ευκαιριακός, σποραδικός, περιστασιακά, σποραδικά, ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως, ίσως, επανασυνδέω, επανεγκρίνω, επανυπολογίζω, επανεξετάζω, επανελέγχω, επανυπολογίζω, επανασυνδέω, αφιερώνω ξανά, κοινός, πιθανόν, πιθανώς, ετησίως, σοβαρέψου, αυξανόμενος, τελευταία φορά, ολοένα αυξανόμενος, συνεχώς αυξανόμενος, ξαναπαίζω, ρίχνω ξανά, ωριαίος, που γίνεται πιο έντονος, πάλι, ξανά, μια φορά, μία φορά, ποτέ, όλο και περισσότερο, ολοένα και περισσότερο, όποτε, ενίοτε, μερικές φορές, κάποιες φορές, για πολλοστή φορά, μια φορά, για μια φορά, πολλές φορές, πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο, με διαλείμματα, μια και καλή, ξανά και ξανά, όλοι μαζί, κάποια άλλη στιγμή, την ίδια στιγμή, την ίδια ώρα, μια στο τόσο, μια στις τόσες, για πολλοστή φορά, περιστασιακά, σποραδικά, παράλληλα,ταυτόχρονα, σε αυτή την περίπτωση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όλο και λιγότερο, ολοένα και περισσότερο, την επόμενη φορά, αραιά, σπάνια, σποραδικά, άλλη μια φορά, περιστασιακά, άλλη μια φορά, ένας-ένας, μια μέρα, κάποτε, άλλη μια φορά, μόνο μια φορά, πάλι από την αρχή, από την αρχή, επανειλημμένως, κατ' επανάληψη, ξανά, σχεδόν ποτέ, σε εκείνη την περίπτωση, τότε, εκείνη την χρονική στιμή, πότε πότε, καμιά φορά, περιστασιακά, για αλλαγή, πρώτη φορά, για μία φορά, μία φορά την εβδομάδα, εβδομαδιαίως, σε εβδομαδιαία βάση, αυτή τη φορά, ξανά και ξανά, όποτε, περιστασιακά, που πάει από το καλό στο καλύτερο, μια φορά στα χίλια χρόνια, βήμα-βήμα, βήμα προς βήμα, ξανά, όλο και περισσότερο, όλο και πιο, όλο και λιγότερο, αν ποτέ, ίσως να μην, στο μέλλον, ξανά και ξανά, Άντε πάλι!, σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, με τη μία, YOLO. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vez

φορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hemos comido allí tres veces.
Έχουμε φάει εκεί τρεις φορές.

-πλάσια

(πολλαπλασιασμός)

σειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Es tu turno. Toma los dados.

περιστασιακός, ευκαιριακός, σποραδικός

(αραιός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Toma un trago ocasional, pero nunca le afecta.

περιστασιακά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Alison ve a Stephen ocasionalmente, pero no tanto como ella querría.
Η Άλισον βλέπει τον Στίβεν περιστασιακά, αλλά όχι τόσο συχνά όσο θα ήθελε.

σποραδικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Visitamos la ciudad regularmente para conseguir suministros.
Επισκεπτόμαστε σποραδικά την πόλη για προμήθειες.

ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No puedo hablar por teléfono y cocinar simultáneamente.

ίσως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

επανασυνδέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανεγκρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανυπολογίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανεξετάζω, επανελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανυπολογίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανασυνδέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Debería funcionar mejor cuando termina de reconectar los cables.

αφιερώνω ξανά

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοινός

(AmL, compartido con otra persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πιθανόν, πιθανώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nigel dijo que posiblemente venga a la fiesta.
Ο Νάιτζελ είπε ότι ενδεχομένως να ερχόταν στο πάρτι.

ετησίως

(μία φορά το χρόνο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La gente mayor de 60 años debería hacerse el examen anualmente.
Οι ενήλικες άνω των 60 καλό είναι να κάνουν το τεστ ετησίως.

σοβαρέψου

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Madura y empieza a actuar como alguien de tu edad!
Σοβαρέψου και άρχισε να συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με την ηλικία σου.

αυξανόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Mucha gente se enfrenta a deudas crecientes después de jubilarse. Una creciente evidencia muestra que la falta de sueño causa serios problemas médicos.

τελευταία φορά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
¿Quién habló último, tú o él?
Ποιος μίλησε τελευταίος; Εσύ ή εκείνος;

ολοένα αυξανόμενος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνεχώς αυξανόμενος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξαναπαίζω

(música)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El pianista repitió la pieza.

ρίχνω ξανά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ωριαίος

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La emisora es principalmente de música, con informes de noticias una vez por hora.

που γίνεται πιο έντονος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las cartas de amor de la pareja demostraban un amor que se hacía cada vez más intenso.

πάλι, ξανά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Estuvo muy divertido! Hagámoslo de nuevo. Oh, ¡Dios mío! Lo he hecho de nuevo.
Πλάκα είχε αυτό! Ας το ξανακάνουμε. Ωχ, όχι! Το ξαναέκανα.

μια φορά, μία φορά

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
¡Sólo probé el café una vez porque lo odié!
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχω καπνίσει μαριχουάνα μόνο μια φορά (or: μία φορά).

ποτέ

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Alguna vez has estado en Nueva York?
Έχεις πάει ποτέ στη Νέα Υόρκη;

όλο και περισσότερο, ολοένα και περισσότερο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
El corredor estaba cada vez más cansado mientras corría.
Ο δρομέας κουραζόταν ολοένα και περισσότερο όσο έτρεχε.

όποτε

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Cada vez que Sam iba al parque, veía una serpiente o dos.
Κάθε φορά που ο Σαμ πήγαινε στο πάρκο, αναπόφευκτα έπεφτε πάνω σε ένα-δύο φίδια.

ενίοτε, μερικές φορές, κάποιες φορές

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A veces me dan ganas de renunciar al trabajo.
Μερικές φορές (or: ενίοτε) θέλω απλώς να παραιτηθώ από τη δουλειά μου.

για πολλοστή φορά

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por enésima vez, ¿os podéis estar quietos, niños?

μια φορά, για μια φορά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Por una vez me gustaría que pidieras las cosas educadamente.

πολλές φορές

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Más de una vez he querido ser otra persona.

πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mi abuelo se toma una cerveza de vez en cuando.
Ο παππούς μου πίνει που και που μια μεγάλη μπύρα. Βγαίνουμε έξω για φαγητό μια στο τόσο, αλλά όχι πολύ συχνά.

με διαλείμματα

(informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estuvimos saliendo de vez en cuando durante varios años hasta que al final cortamos.

μια και καλή

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Primero sí, después no, después no sé. Dime de una vez por todas si te vas a casar conmigo.

ξανά και ξανά

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Cuando practicas debes hacer lo mismo una y otra vez.

όλοι μαζί

locución adverbial

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κάποια άλλη στιγμή

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les prometí que en otra oportunidad iríamos a Disney.

την ίδια στιγμή, την ίδια ώρα

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Fue una suerte que ambos llegáramos a la vez.
Ήταν ευχής έργο που φτάσαμε και οι δύο την ίδια ώρα.

μια στο τόσο, μια στις τόσες

(AR) (καθομ: πολύ σπάνια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sólo llama cada muerte de obispo.

για πολλοστή φορά

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Por enésima vez, por favor no golpees la puerta!

περιστασιακά, σποραδικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
De vez en cuando salgo a caminar por el campo.
Πότε πότε (or: περιστασιακά) πηγαίνω για περίπατο στην ύπαιθρο.

παράλληλα,ταυτόχρονα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las dos cosas no se pueden hacer a la vez.

σε αυτή την περίπτωση

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No suelo beber alcohol, pero por esta vez tomaré una copa de champán para brindar por la novia y el novio.

στη συγκεκριμένη περίπτωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Generalmente estaría de acuerdo contigo, pero en este caso en concreto creo que te equivocas.

όλο και λιγότερο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A medida que me hago mayor, el calor me gusta cada vez menos.

ολοένα και περισσότερο

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El mundo se está desarrollando cada vez más.
Ο κόσμος αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο.

την επόμενη φορά

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La próxima vez que vaya al supermercado debo recordar comprar queso.
Την επόμενη φορά που θα πάω στο σούπερ μάρκετ πρέπει να θυμηθώ να αγοράσω τυρί.

αραιά, σπάνια, σποραδικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Rara vez mando tarjetas de Navidad por correo. Prefiero hacerlo por mail.

άλλη μια φορά

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todos aplaudieron y el grupo salió a tocar una vez más.
Όλοι χειροκρότησαν και το συγκρότημα επέστρεψε για να ξαναπαίξει.

περιστασιακά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
De vez en cuando me entero de cosas de mis amigos del colegio.
Περιστασιακά μαθαίνω νέα από παλιούς μου φίλους από το σχολείο.

άλλη μια φορά

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una vez más no entregaste el trabajo a tiempo.

ένας-ένας

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La empleada buscó en los expedientes uno cada vez hasta que encontró el que quería. Una cada vez, todas las naciones de Europa cayeron bajo el avance de Napoleón.
Η υπάλληλος έψαξε ένα - ένα τα αρχεία μέχρι που βρήκε αυτό που ήθελε. Τα ευρωπαϊκά έθνη έπεσαν ένα - ένα μπροστά στην επέλαση του Ναπολέοντα.

μια μέρα, κάποτε

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alguna vez pienso viajar a Sudamérica. Me gustaría tener hijos alguna vez.
Ελπίζω κάποτε να ταξιδέψω στη Νότιο Αμερική. Θα ήθελα να αποκτήσω παιδιά μια μέρα.

άλλη μια φορά

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por favor, repita la pregunta una vez más.

μόνο μια φορά

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He estado en París solamente una vez pero me gustaría regresar algún día.

πάλι από την αρχή, από την αρχή

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
¡Oh, no! Me olvidé la tarta en el horno y se ha quemado. Voy a tener que empezar de nuevo.

επανειλημμένως, κατ' επανάληψη, ξανά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mis hijos están cantando "Yellow Submarine" una y otra vez, ¡y me están volviendo loca! La policía me hizo las mismas preguntas una y otra vez.

σχεδόν ποτέ

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Después de haber sido atracada dos veces, Miriam rara vez salía de casa.

σε εκείνη την περίπτωση, τότε, εκείνη την χρονική στιμή

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Te acuerdas de aquella vez que nos perdimos en el bosque?

πότε πότε, καμιά φορά, περιστασιακά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me gusta pedir un curry para llevar de vez en cuando.

για αλλαγή, πρώτη φορά, για μία φορά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quizás debería hacer mi trabajo a tiempo por una vez, en vez de postergarlo.

μία φορά την εβδομάδα, εβδομαδιαίως, σε εβδομαδιαία βάση

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los cubos de basura se recogen una vez por semana.

αυτή τη φορά

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esta vez deberíamos salir antes, la última vez llegamos tarde.
Αυτή τη φορά πρέπει να φύγουμε νωρίτερα. Την τελευταία φορά είχαμε καθυστερήσει.

ξανά και ξανά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Te lo advertimos una y otra vez y no hubo forma de hacerte entrar en razón.

όποτε

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cada vez que cantaba, la gente se tapaba los oídos.
Όποτε τραγουδούσε, ο κόσμος έκλεινε τα αυτιά του.

περιστασιακά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
De vez en cuando disfruto de una copa de vino, pero nunca en exceso.

που πάει από το καλό στο καλύτερο

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μια φορά στα χίλια χρόνια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una oportunidad como esta solo pasa una vez en la vida.

βήμα-βήμα, βήμα προς βήμα

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ξανά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όλο και περισσότερο, όλο και πιο

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La situación se estaba volviendo cada vez más seria a medida que la guerra se expandía por el país.

όλο και λιγότερο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αν ποτέ

locución conjuntiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ven si alguna vez quieres charlar.

ίσως να μην

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vuelve a subir la música, quizás no te guste a ti, ¡pero a mí sí!

στο μέλλον

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
En el futuro quiero aprender a tocar el piano.
Θέλω να μάθω να παίζω πιάνο στο μέλλον.

ξανά και ξανά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Han tenido que arreglar el ordenador una y otra vez porque los alumnos son poco cuidadosos.

Άντε πάλι!

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando Mike empezó a contar sus historias de fútbol, su esposa dijo "otra vez el mismo cuento"

σε μία συγκεκριμένη περίπτωση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En una ocasión, Taylor hizo seis goles en un partido.

με τη μία

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

YOLO

expresión (αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vez στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του vez

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.