Τι σημαίνει το ahead of στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ahead of στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ahead of στο Αγγλικά.
Η λέξη ahead of στο Αγγλικά σημαίνει μπροστά, μπροστά, μπροστά από κπ, μπροστά από κτ, μπροστά από κπ, πριν από κτ, πριν από κπ, νωρίτερα από κπ, ανώτερος από κπ/κτ, καλύτερος από κπ/κτ, που προηγείται, επόμενος, ερχόμενος, προσπερνάω, προσπερνώ, περνάω, ξεπερνάω, προηγούμαι, προλαβαίνω, πρωτοποριακός, πρωτοποριακός για την εποχή του, που είναι πιο μπροστά, που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, κυρίαρχος του παιχνιδιού, νωρίτερα, εκ των προτέρων, ακριβώς μπροστά, πιο μπροστά, πολύ πιο προχωρημένος από κπ/κτ, πρόσω ολοταχώς, προτρέχω, δίνω το πράσινο φως σε κπ, δίνω το πράσινο φως για κτ, απλά, απλώς, κάνω, το ΟΚ, το οκέι, καθοριστικός, προηγούμαι, σπρώχνω, ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσια, μπροστά, τι με περιμένει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ahead of
μπροστάadverb (in front) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cheri couldn't see ahead; too many people were blocking her view. Η Σέρι δεν μπορούσε να δει μπροστά της, καθώς πολλοί άνθρωποι μπλόκαραν το οπτικό πεδίο της. |
μπροστάadverb (in a race: in front) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Neil is getting ahead in the race! Ο Νηλ βγαίνει μπροστά στον αγώνα! |
μπροστά από κπpreposition (in a race: in front) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The race is in its final lap, and Ivy is ahead of everyone. Είναι ο τελευταίος γύρος του αγώνα κι ο Άιβι είναι μπροστά από όλους. |
μπροστά από κτ(in front, before) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The truck ahead of ours has a flat tire. Το φορτηγό μπροστά από το δικό μας έχει σκασμένο λάστιχο. |
μπροστά από κπpreposition (in front, before) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) We couldn't move because there was an accident ahead of us. Δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε γιατί είχε γίνει ατύχημα μπροστά μας. |
πριν από κτpreposition (prior to, earlier than) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Thank goodness we finished that project ahead of the deadline. Ευτυχώς τελειώσαμε το πρότζεκτ πριν από την προθεσμία. |
πριν από κπ, νωρίτερα από κπpreposition (before, earlier than) John arrived at the restaurant ahead of his brother. Ο Τζον έφτασε στο εστιατόριο πριν από (or: νωρίτερα από) τον αδερφό του. |
ανώτερος από κπ/κτ, καλύτερος από κπ/κτpreposition (superior to) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Jon is ahead of the other children in his reading ability. This car is far ahead of the others in overall handling and safety. Ο Τζον είναι μπροστά από τα άλλα παιδιά σε ό,τι αφορά τις ικανότητές του στην ανάγνωση. Αυτό το αυτοκίνητο είναι πολύ ανώτερο από τα άλλα σε ό,τι αφορά τον χειρισμό και την ασφάλεια. |
που προηγείταιadjective (currently winning) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) At the end of the second half, the home team was ahead. |
επόμενος, ερχόμενοςadverb (in the future) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) I look forward to working with you in the weeks ahead. Ανυπομονώ για τη συνεργασία μας τις επόμενες εβδομάδες. |
προσπερνάω, προσπερνώ(overtake) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He ran faster and got ahead of his sister just as they reached the car. Έτρεξε γρηγορότερα και πέρασε την αδερφή του τη στιγμή που έφτασαν στο αυτοκίνητο. |
περνάω, ξεπερνάω(figurative (be more successful) (σε επιτυχία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The firm developed a multimedia game system that allowed it to get ahead of its rivals. Η εταιρεία σχεδίασε ένα σύστημα πολυμέσων για παιχνίδια το οποίο της επέτρεψε να ξεπεράσει τους αντιπάλους της. |
προηγούμαι(lead, overtake) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προλαβαίνω(figurative (manage in advance) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jill is trying to keep ahead of the weeds in her garden. Η Τζιλ προσπαθεί να προλαβαίνει τα αγριόχορτα στον κήπο της. |
πρωτοποριακόςadjective (advanced) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The company prides itself on bringing products to market that are ahead of their time. Η εταιρεία υπερηφανεύεται που εισάγει στην αγορά προϊόντα που είναι πρωτοποριακά για την εποχή τους. |
πρωτοποριακός για την εποχή τουadjective (enlightened) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) This diary reveals that some men in the past were ahead of the times with regard to women's rights. |
που είναι πιο μπροστάexpression (figurative (more advanced than others) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέσηexpression (informal, figurative (at an advantage) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bruce was ahead of the game because he repaired the roof before the rains came. |
κυρίαρχος του παιχνιδιούexpression (informal, figurative (beating competitors) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
νωρίτεραadverb (earlier than scheduled) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) They estimated that the new Olympic stadium would be ready in September 2011 but actually it was finished ahead of time. Υπολόγισαν ότι το νέο Ολυμπιακό Στάδιο θα ήταν έτοιμο τον Σεπτέμβρη του 2011 αλλά στην πραγματικότητα τελείωσε νωρίτερα. |
εκ των προτέρωνadverb (in advance, earlier) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) He was able to put the wallpaper up fast because I had primed the plaster ahead of time. |
ακριβώς μπροστάadverb (US, slang (directly in front) (ΗΠΑ,αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You can't possibly miss the target: it's dead ahead! |
πιο μπροστάadverb (in the distance in front of you) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
πολύ πιο προχωρημένος από κπ/κτexpression (long way past [sth] or [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρόσω ολοταχώςinterjection (train: at top speed) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) The enemy's approaching from the south – full speed ahead! |
προτρέχωverbal expression (think or act prematurely) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δίνω το πράσινο φως σε κπverbal expression (informal (authorize [sb] to do [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω το πράσινο φως για κτverbal expression (informal (authorize [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απλά, απλώςverbal expression (informal (do [sth] with permission) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Yes, of course you can have a snack; go ahead and help yourself to whatever you want. |
κάνωverbal expression (informal (do [sth] without permission) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sarah's parents said she couldn't go to the party, but she went ahead and did it anyway. I didn't have time to ask my boss if she wanted me to deal with the problem; I just went ahead and did it. Ο γονείς της Σάρας της είπαν ότι δεν μπορεί να πάει στο πάρτυ, αλλά εκείνη παρόλα αυτά το έκανε. Δεν προλάβαινα να ρωτήσω το αφεντικό μου αν ήθελε να χειριστώ το πρόβλημα. Απλά το έκανα. |
το ΟΚ, το οκέιnoun (informal (authorization) (καθομιλουμένη) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Developers have got the go-ahead from the council to build on the site. |
καθοριστικόςadjective (informal (goal: puts score, team ahead) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The batter hit a go-ahead home run. |
προηγούμαι(literal (go in front) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπρώχνω(move [sth] forward) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trevor walked into the supermarket, pushing the trolley ahead. |
ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσιαadverb (directly in front) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She looked straight ahead in order to avoid eye contact with him. |
μπροστάadverb (at some distance in front of you) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τι με περιμένειinterjection (what will happen in the future) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) With these guys in office who knows what lies ahead? |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ahead of στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του ahead of
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.