Τι σημαίνει το bike στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bike στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bike στο Αγγλικά.

Η λέξη bike στο Αγγλικά σημαίνει ποδήλατο, μοτοσυκλέτα, κάνω ποδήλατο, οδηγώ μηχανή, εύκολη, αλυσίδα, ποδηλατάς, πωλητής μηχανών, ενοικίαση ποδηλάτου, ενοικίαση μοστοσυκλέτας, ποδολατόδρομος, τρόμπα, ποδηλατικός αγώνας, χώρος στάθμευσης ποδηλάτων, ποδηλατάδα, ποδηλασία, διαδρομή για ποδήλατο, μοτοσυκλέτα για οδήγηση εκτός δρόμου, στατικό ποδήλατο, μοτοποδήλατο, μηχανή, μοτοσυκλέτα, ποδήλατο για χρήση εκτός δρόμου, ορεινή ποδηλασία, γουρούνα, αγωνιστικό ποδήλατο, κάνω ποδήλατο, ποδήλατο δρόμου, μηχανή, στατικό ποδήλατο, μηχανή εκτός δρόμου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bike

ποδήλατο

noun (informal (bicycle) (όχημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I rode to school on my bike.
Πήγα στο σχολείο με το ποδήλατό μου.

μοτοσυκλέτα

noun (informal (motorcycle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His new bike is a Harley.
Η νέα του μοτοσυκλέτα είναι μια Χάρλεϋ.

κάνω ποδήλατο

intransitive verb (informal (ride a bicycle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We are going to bike to the store.
Θα κάνουμε ποδήλατο μέχρι το κατάστημα.

οδηγώ μηχανή

intransitive verb (informal (ride a motorcycle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Last weekend I went biking on my brother's 500cc motorcycle.
Το προηγούμενο σαββατοκύριακο πήρα τη μηχανή του αδελφού μου που είναι πεντακοσάρα.

εύκολη

noun (slang, pejorative, figurative (promiscuous woman) (μειωτικό)

Sarah got a reputation for being the school bike because she went out with so many boys.

αλυσίδα

noun (informal (roller chain on bicycle) (ποδήλατο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cyclist had to pull over because her bike chain had come off.

ποδηλατάς

noun (informal ([sb] who sells bicycles)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πωλητής μηχανών

noun (informal ([sb] who sells motorcycles)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενοικίαση ποδηλάτου

noun (informal (bicycle rental service)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενοικίαση μοστοσυκλέτας

noun (informal (motorcycle rental service)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ποδολατόδρομος

(bicycle path)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τρόμπα

noun (device: inflates bicycle tyres) (ποδήλατο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter's bicycle had a flat tyre, so he went to get his bike pump.

ποδηλατικός αγώνας

noun (informal (cycling contest)

The two boys decided to have a bike race around the edge of the park.

χώρος στάθμευσης ποδηλάτων

noun (stand for parking cycles)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ποδηλατάδα

noun (informal (bicycle journey) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They put on their helmets and went off for a bike ride.

ποδηλασία

noun (informal (cycling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I enjoy bike riding during the summer.

διαδρομή για ποδήλατο

noun (cycle route: off-road)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μοτοσυκλέτα για οδήγηση εκτός δρόμου

noun (informal (off-road motorcycle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στατικό ποδήλατο

noun (informal (exercise machine like a bicycle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I do 20 minutes on my exercise bike every morning.

μοτοποδήλατο

noun (informal (motor-powered bicycle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μηχανή, μοτοσυκλέτα

noun (informal (motorcycle, motorbike)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ποδήλατο για χρήση εκτός δρόμου

noun (dirt bike, off-road cycle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ορεινή ποδηλασία

noun (activity: riding mountain bike)

γουρούνα

noun (informal (ATV: four-wheeled motorcycle) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγωνιστικό ποδήλατο

noun (cycle for racing)

My racing bicycle has nine gears.

κάνω ποδήλατο

verbal expression (informal (go cycling, use a pushbike)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You never forget how to ride a bike.
Ποτέ δεν ξεχνάς πως να κάνεις ποδήλατο.

ποδήλατο δρόμου

noun (bicycle for paved roads)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
This road bike has a carbon frame.

μηχανή

noun (motorcycle allowed on road)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mike enjoys riding his road bike.

στατικό ποδήλατο

noun (exercise bicycle)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μηχανή εκτός δρόμου

noun (off-road motorcycle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The terrain was so rough that we could only cross it by trail bike.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bike στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bike

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.