Τι σημαίνει το boá στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης boá στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του boá στο πορτογαλικά.

Η λέξη boá στο πορτογαλικά σημαίνει κάνω καλό, σωστός, καλός, καλός, καθαρός, πολύ ωραία, μποά, τέλεια, υπέροχα, γυναίκα, σκέτη φωτιά, γλυκός, ήρεμος, ευγενικός, απρόσεκτος, πρόθυμα, Καλό!, προθυμία, διάθεση, φίλος, φιλαράκος, κολλητός, τεμπέλης, τεμπελχανάς, οινοθήρα, κάνω εντύπωση, πρόθυμος, προετοιμάζω, ετοιμάζω, εντυπωσιάζω, καλή πίστη, εκλεκτός, χαλαρός, ζωντανός, ακμαίος, υγιέστατος, υγιής, σε φόρμα, καλοπροαίρετα, καλόπιστα, καλόπιστα, ακριβώς αυτό που χρειάζομαι, στο κρεβάτι, καληνύχτα, καλό ταξίδι, καλό απόγευμα, καλησπέρα, καλό ταξίδι, καλές διακοπές, όνειρα γλυκά, Καλή τύχη, Καλή τύχη!, Καλή Τετάρτη!, Καλές διακοπές, καλή θέληση, τύχη, καλοτυχία, ο Θεός μαζί σου, σκοπευτική δεινότητα, καλός, τίμιος άνθρωπος, -, ωραία βραδιά, καλή επιλογή, χρήσιμη πληροφορία, σημαντική πληροφορία, καλό καθάρισμα, πολύ καλή ιδέα, -, ευχάριστος χαρακτήρας, καλη φυσική κατάσταση, καλή τύχη, καλοτυχία, καλή ακοή, καλή ιδέα, ωραία ιδέα, θετική επιρροή, καλή ζωή, καλή διοίκηση, επιτυχημένη διοίκηση, καλός βαθμός, καλή μνήμη, κατάλληλη ευκαιρία, καλός άνθρωπος, καλή ερώτηση, καλός λόγος, υπόληψη, καλή φήμη, καλή φήμη, ωραία ιστορία, ευχάριστη ιστορία, ωραίος τρόπος γραφής, καλή πράξη, καλό παιδί, υγιεινή διατροφή, ευγενική ψυχή, καλή καρδιά, καλοσύνη, λογικός, καλός, σωστός, καλό πράμα, πρώτο πράμα, καλό πράγμα, υψηλή βαθμολογία, υψηλό εφάπαξ, διασκέδαση, ψυχαγωγία, θετικότητα, καλή γειτονία, καλή παρέα, αριστοκρατία, καλοί άνθρωποι, ταλέντο στην κηπουρική, ομορφιά, κοστίζει τα μαλλιά της κεφαλής μου, κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια, κάνω καλή πράξη, έχω ταλέντο στην κηπουρική, έχω καλές προθέσεις, έχω καλή πρόθεση, έχω καλή γνώμη για κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης boá

κάνω καλό

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quem falou que a dor é boa para a alma?
Ποιος είπε ότι ο πόνος είναι ευεργετικός για την ψυχή;

σωστός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Boa resposta!
Σωστή απάντηση!

καλός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Você arruinou a boa reputação da sua família.

καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta casa precisa de uma boa limpeza.

καθαρός

adjetivo (pele saudável)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela tem pele boa.

πολύ ωραία

interjeição (informal, parabenização)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

μποά

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τέλεια, υπέροχα

(BRA)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Você pode me ver amanhã às 14:00? Super!
Μπορείτε να με δείτε αύριο στις δύο το μεσημέρι; Τέλεια!

γυναίκα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ποιο είναι αυτό το μανούλι που μόλις μπήκε;

σκέτη φωτιά

(BRA, figurado, gíria) (μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

γλυκός, ήρεμος, ευγενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απρόσεκτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρόθυμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Michelle concordou prontamente em ajudar.
Η Μισέλ συμφώνησε πρόθυμα να βοηθήσει.

Καλό!

interjeição (informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προθυμία, διάθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O professor estava satisfeito pela disposição de seus alunos para aprender.
Ο δάσκαλος ήταν ευχαριστημένος με την προθυμία του μαθητή του να μάθει.

φίλος, φιλαράκος, κολλητός

(gíria)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τεμπέλης, τεμπελχανάς

(αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οινοθήρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάνω εντύπωση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόθυμος

(formal) (να κάνει κτ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Χάρυ είναι τόσο θετικός, επομένως μην διστάσεις να του μιλήσεις για το σχέδιό σου.

προετοιμάζω, ετοιμάζω

(fazer algo funcionar bem)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εντυπωσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Λίλι σίγουρα εντυπωσίασε τον Άλαν.

καλή πίστη

expressão

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκλεκτός

(vinho)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A França produz muitos vinhos finos.

χαλαρός

(καθομιλουμένη, μτφ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu não acho que ele vai ficar bravo, ele é bem tranquilo.

ζωντανός, ακμαίος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υγιέστατος

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υγιής

(pessoa: saudável, em forma)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε φόρμα

(exercício, saúde)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλοπροαίρετα, καλόπιστα

(informal: sem ofensa)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καλόπιστα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O carpinteiro pediu pagamento parcial adiantado, e nós pagamos de boa fé.

ακριβώς αυτό που χρειάζομαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μία κούπα τσάι είναι ακριβώς αυτό που χρειάζομαι τώρα.

στο κρεβάτι

(figurado, gíria, vulgar) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καληνύχτα

interjeição

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

καλό ταξίδι

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

καλό απόγευμα

interjeição

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Phil desejou boa tarde quando passou por mim no corredor.
Ο Φιλ μου ευχήθηκε καλό απόγευμα καθώς με προσπέρασε στον διάδρομο.

καλησπέρα

interjeição (συνάντηση)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Boa noite, senhor. Você já quer fazer o pedido?", perguntou o garçom.
«Καλησπέρα σας κύριε. Είστε έτοιμος να παραγγείλετε»; ρώτησε ο σερβιτόρος.

καλό ταξίδι, καλές διακοπές

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όνειρα γλυκά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Καλή τύχη

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Καλή τύχη!

interjeição (usado para desejar boa sorte a alguém) (για τύχη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Καλή Τετάρτη!

(EUA, cumprimento de quarta-feira)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Καλές διακοπές

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλή θέληση

substantivo feminino (gentileza)

Ajudamos os vizinhos a consertarem a cerca deles como um gesto de boa vontade.
Βοηθήσαμε τους γείτονες να επισκευάσουν τον φράκτη τους ως κίνηση καλής θέλησης.

τύχη, καλοτυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Por boa sorte sentamos um do lado do outro em um almoço.
Από εύνοια της τύχης καθίσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο στο μεσημεριανό.

ο Θεός μαζί σου

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκοπευτική δεινότητα

(perícia no tiro ao alvo)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καλός, τίμιος άνθρωπος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

-

expressão (medicina: pessoa saudável) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ο γιατρός δήλωσε ότι είμαι υγιής.

ωραία βραδιά

expressão

Nós jantamos carne e rimos muito. Foi uma boa noite.
Φάγαμε μπριζόλες για δείπνο και γελάσαμε πολύ, ήταν μια ωραία βραδιά.

καλή επιλογή

A China atualmente é uma boa aposta para os investidores estrangeiros.

χρήσιμη πληροφορία, σημαντική πληροφορία

substantivo feminino (sugestão rentável)

καλό καθάρισμα

expressão

πολύ καλή ιδέα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
O clima está quente - foi uma ótima ideia trazer água com a gente.
Κάνει ζέστη. Καλά κάναμε που πήραμε νερό μαζί μας.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ανησυχούσε για έναν πόνο στο στήθος, αλλά ένας καρδιολόγος τον βρήκε υγιή.

ευχάριστος χαρακτήρας

substantivo feminino (maneira agradável)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Τα Λαμπραντόρ έχουν ευχάριστο χαρακτήρα που τα κάνει καλούς σκύλους για τα παιδιά.

καλη φυσική κατάσταση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλή τύχη, καλοτυχία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλή ακοή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλή ιδέα, ωραία ιδέα

(sugestão excelente)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Είναι καλή ιδέα να χτενίζεις τα μακριά σου μαλλιά πριν πας για ύπνο. Δεν ήταν καλή ιδέα να φάω εκείνο το τρίτο κομμάτι από το κέικ.

θετική επιρροή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλή ζωή

(estilo de vida luxuoso) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλή διοίκηση, επιτυχημένη διοίκηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλός βαθμός

substantivo feminino (num exame, numa prova)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλή μνήμη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατάλληλη ευκαιρία

(tempo oportuno ou conveniente)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλός άνθρωπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλή ερώτηση

(questão pertinente)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλός λόγος

(razões, justificativas)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπόληψη, καλή φήμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλή φήμη

ωραία ιστορία, ευχάριστη ιστορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ωραίος τρόπος γραφής

(habilidade na composição)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλή πράξη

substantivo feminino (ato de caridade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλό παιδί

(καθομιλουμένη)

υγιεινή διατροφή

ευγενική ψυχή

(pessoa amável, gentil) (άτομο: ευγενής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλή καρδιά

(μεταφορικά)

καλοσύνη

(gentileza, generosidade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λογικός, καλός, σωστός

(procedimento recomendável)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλό πράμα, πρώτο πράμα

(gíria) (αργκό)

καλό πράγμα

expressão

υψηλή βαθμολογία

substantivo feminino (εξέταση)

υψηλό εφάπαξ

substantivo feminino (κατά την αποχώρηση από εργασία)

διασκέδαση, ψυχαγωγία

substantivo masculino (gíria: programa divertido)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θετικότητα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλή γειτονία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καλή παρέα

substantivo feminino

αριστοκρατία

substantivo feminino plural

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλοί άνθρωποι

(honestas pessoas)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ταλέντο στην κηπουρική

(figurado)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ομορφιά

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοστίζει τα μαλλιά της κεφαλής μου, κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Στοιχηματίζω ότι αυτό το φόρεμα κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια.

κάνω καλή πράξη

expressão (κάνω κάτι καλό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω ταλέντο στην κηπουρική

expressão verbal (figurado, jardinagem)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Minha mãe tem mão boa porque tudo que ela toca cresce bem. Todas as minhas mudas vingaram esse ano, então talvez eu tenha mesmo mão boa.

έχω καλές προθέσεις, έχω καλή πρόθεση

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω καλή γνώμη για κπ

expressão (respeitar, admirar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του boá στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του boá

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.