Τι σημαίνει το família στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης família στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του família στο πορτογαλικά.

Η λέξη família στο πορτογαλικά σημαίνει οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, ένοικοι του σπιτιού, σπίτι, οι δικοί μου, Οίκος, οικογενειακός, οικογενειακός, οικογενής, οι, οικογενειακός, σε οικονομική συσκευασία, Το αίμα νερό δεν γίνεται., θετή οικογένεια, αφεντικό της οικογένειας, διαλυμένο σπίτι, μεγάλη οικογένεια, πυρηνική οικογένεια, αυτός που φέρνει λεφτά στο σπίτι, οικογένεια, μέλος της οικογενείας, οικογένεια που φιλοξενεί, αιλουρίδες, οικογενειακό άλμπουμ, οικογενειακή επιχείρηση, οικόσημο, οικογενειακή έχθρα, οικογενειακός φίλος, οικογενειακή φίλη, οικογενειάρχης, οικογενειακό γεύμα, οικογενειακές εντάσεις, κοντινοί συγγενείς, βασιλική οικογένεια, θεατρική οικογένεια, δρακοντιά, ανάδοχη οικογένεια, αριστοκρατία, κάνω οικογένεια, οικογενειακός, μέλος της βασιλικής οικογένειας, οι βασιλιάδες, της δρακοντιάς, ανασυγκροτημένη οικογένεια, οικογενειακό δικαστήριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης família

οικογένεια

substantivo feminino (pais e filhos)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela cresceu em uma família feliz. A família de Brian não é rica, mas vive confortavelmente.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δουλεύει σκληρά, για να θρέψει τη φαμίλια του.

οικογένεια

substantivo feminino (clã)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele está sempre defendendo o nome de sua família.

οικογένεια

substantivo feminino (classe, grupo) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O techno e o hip-hop pertencem à mesma família de música.

οικογένεια

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aquele casal está planejando uma família numerosa.
Αυτό το ζευγάρι σχεδιάζει να κάνει πολλά παιδιά.

οικογένεια

substantivo feminino (linhagem)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela vem de uma família nobre e antiga.
New: Είναι από σόι και νομίζει πως είναι ανώτερη από τους άλλους.

οικογένεια

substantivo feminino (biologia: subdivisão)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os tigres fazem parte da família dos felídeos.
Οι τίγρεις ανήκουν στην οικογένεια των αιλουροειδών.

οικογένεια

substantivo feminino (linguística)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O basco não faz parte da família de línguas indo-europeias.
Τα Βασκικά δεν ανήκουν στην οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.

ένοικοι του σπιτιού

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Vamos ter um encontro de toda a família esta noite.
Θα κάνουμε μια συνέλευση οι ένοικοι όλου του σπιτιού απόψε.

σπίτι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A família era passível de taxação.
Το νοικοκυριό όφειλε να πληρώσει φόρους.

οι δικοί μου

substantivo feminino (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Paul era muito diferente da sua família em casa.
Ο Πωλ ήταν πολύ διαφορετικός από την οικογένειά του.

Οίκος

substantivo feminino (επίσημο)

A Casa dos Tudor governou de 1485 a 1603.

οικογενειακός

locução adjetiva (pertencente à família)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este relógio é uma herança de família.
Αυτό το ρολόι είναι οικογενειακό κειμήλιο.

οικογενειακός

(σχετικός με οικογένεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οικογενής

(hereditário) (νόσος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οι

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Os Simpsons são uma família fictícia famosa.

οικογενειακός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε οικονομική συσκευασία

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Το αίμα νερό δεν γίνεται.

expressão (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θετή οικογένεια

αφεντικό της οικογένειας

substantivo masculino e feminino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ξέχνα τον μπαμπά, η μαμά μου είναι αναμφισβήτητα το αφεντικό!

διαλυμένο σπίτι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μεγάλη οικογένεια

(família com muitos filhos)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πυρηνική οικογένεια

(unidade familiar básica: mãe, pai, filhos)

Uma família nuclear significa dois pais e os filhos..
Πυρηνική οικογένεια είναι οι δύο γονείς και τα παιδιά τους.

αυτός που φέρνει λεφτά στο σπίτι

(alguém que trabalha para o sustento da família) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οικογένεια

(parentes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu só vejo minha família completa na época de Natal.
Βλέπω το σόϊ μου μόνο τα Χριστούγεννα.

μέλος της οικογενείας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Οι φίλοι και τα μέλη της οικογένειας μπορούν να έρθουν μαζί μας. Η νοσοκόμα είπε ότι μόνο τα μέλη της οικογένειας μπορούν να δουν τον ασθενή.

οικογένεια που φιλοξενεί

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η οικογένεια που με φιλοξενεί με έκανε να νιώσω ευπρόσδεκτος. Ήμασταν η οικογένεια που φιλοξενούσε ένα μαθητή από το πρόγραμμα ανταλλαγής από τη Γερμανία.

αιλουρίδες

(felinos) (επίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

οικογενειακό άλμπουμ

οικογενειακή επιχείρηση

οικόσημο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οικογενειακή έχθρα

οικογενειακός φίλος, οικογενειακή φίλη

οικογενειάρχης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οικογενειακό γεύμα

οικογενειακές εντάσεις

κοντινοί συγγενείς

substantivo feminino

βασιλική οικογένεια

θεατρική οικογένεια

(dinastia de atores)

δρακοντιά

(Botânica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανάδοχη οικογένεια

substantivo feminino

αριστοκρατία

substantivo feminino plural

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάνω οικογένεια

(educar os filhos)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οικογενειακός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μέλος της βασιλικής οικογένειας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
O príncipe William é um membro da família real.
Ο πρίγκιπας Γουίλιαμ είναι γαλαζοαίματος.

οι βασιλιάδες

A família real não é popular entre todos no Reino Unido.
Η βασιλική οικογένεια δεν είναι συμπαθής σε όλους τους κατοίκους του Ηνωμένου Βασιλείου.

της δρακοντιάς

locução adjetiva (Botânica)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανασυγκροτημένη οικογένεια

οικογενειακό δικαστήριο

(jurídico)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του família στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του família

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.