Τι σημαίνει το crashing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης crashing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crashing στο Αγγλικά.

Η λέξη crashing στο Αγγλικά σημαίνει εντελώς, τέλεια, εκπληκτικά, παθαίνω ατύχημα, συγκρούομαι με κπ/κτ, τρακάρω, τρακάρω, γίνομαι κομμάτια, σύγκρουση, πρόσκρουση, κρότος, πάταγος, κραχ, εντατικός, πρόσκρουση, καταρρέω, κρασάρω, την πέφτω, τον παίρνω, χτυπάω, σπάω, πηγαίνω απρόσκλητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης crashing

εντελώς

adjective (informal (complete, utter)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I can't stand listening to Peter talk; he's a crashing bore.

τέλεια, εκπληκτικά

adjective (exceptional)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παθαίνω ατύχημα

intransitive verb (collide with [sth]) (αυτοκίνητο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you drive too fast, you'll crash.
Αν οδηγείς πολύ γρήγορα, θα τρακάρεις.

συγκρούομαι με κπ/κτ

(collide violently)

A drunk driver crashed into the side of the house. The skier crashed into the other skier.
Το φορτηγό έπεσε πάνω σε ένα διερχόμενο αμάξι. Ο σκιέρ έπεσε πάνω στον άλλο σκιέρ.

τρακάρω

transitive verb (vehicle: cause to collide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Roger crashed his bike and had to retire from the race.
Ο Ρότζερ τράκαρε τη μοτοσυκλέτα του και έπρεπε να αποσυρθεί απ' τον αγώνα.

τρακάρω

(vehicle: cause to collide with [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He crashed his car into a tree.
Έπεσε με το αυτοκίνητό του σε ένα δέντρο.

γίνομαι κομμάτια

intransitive verb (fall, break loudly) (χτυπώ και σπάω)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The clock crashed to the ground when it fell off the wall.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η τζαμαρία θρυμματίστηκε με πάταγο.

σύγκρουση, πρόσκρουση

noun (collision)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The crash made a loud noise.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η σύγκρουση (or: πρόσκρουση) ήταν μετωπική και απέβη μοιραία.

κρότος, πάταγος

noun (loud noise)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They heard a crash in the kitchen.
Άκουσαν έναν κρότο στην κουζίνα.

κραχ

noun (finance: fall) (οικονομία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The crash of 1929 was one of the worst ever.
Το κραχ του 1929 ήταν το χειρότερο όλων των εποχών.

εντατικός

adjective (informal (course: intense, rapid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He took a crash course in Spanish before going to Mexico.

πρόσκρουση

noun (aviation: violent landing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The crash broke the plane in two.

καταρρέω

intransitive verb (fail suddenly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The stock market crashed in 1929.

κρασάρω

intransitive verb (computer: stop working)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Windows® crashed again. I need to reboot.

την πέφτω

intransitive verb (figurative, slang (sleep) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He crashed at my house Saturday night.
Την έπεσε σπίτι μου το Σάββατο το βράδυ.

τον παίρνω

intransitive verb (figurative, slang (fall asleep) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I just crashed when I got home, and woke up four hours later.

χτυπάω

transitive verb (knock violently) (με δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They crashed their heads together.
Κοπάνησε ο ένας το κεφάλι του άλλου.

σπάω

transitive verb (break, smash [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He crashed the vase against the wall.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο αέρας που φύσηξε κομμάτιασε το μικρό γυάλινο διακοσμητικό στην αυλή.

πηγαίνω απρόσκλητος

transitive verb (slang (enter uninvited) (κάπου αλλού)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That guy wasn't invited. He just crashed the party.
Ο τύπος δεν ήταν καλεσμένος. Απλά ήρθε απρόσκλητος.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crashing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του crashing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.