Τι σημαίνει το east στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης east στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του east στο Αγγλικά.

Η λέξη east στο Αγγλικά σημαίνει ανατολή, Ανατολή, ανατολικά, ανατολικά, ανατολικά, ανατολικός, ανατολική Αφρική, Ανατολική Αγγλία, Ανατολική Ασία, Ανατολικο-Γερμανός, Ανατολικο-Γερμανός, Ινδονήσιος, ινδονησιακός, Ινδονήσιος, ινδονησιακός, Ανατολικές Ινδίες, Ανατολικό Τιμόρ, ανατολικός άνεμος, Άπω Ανατολή, στα ανατολικά, Μέση Ανατολή, μεσανατολικός, Εγγύς Ανατολή, νότια νοτιοανατολικά, νότιος νοτιοανατολικός, βορειοανατολικός, βορειοανατολικά, βορειοανατολικός, βορειοανατολικός, βορειοανατολικός, νοτιοανατολικά, νοτιοανατολικά, νοτιοανατολικός, νοτιοανατολικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης east

ανατολή

noun (direction, compass point) (σημείο του ορίζοντα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sun rises in the east.
Ο ήλιος βγαίνει από την ανατολή.

Ανατολή

noun (dated (East Asia) (ανατολικά μέρη της Γης)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
Have you ever been to China or anywhere else in the East?
Έχεις πάει ποτέ στην Κίνα ή οπουδήποτε αλλού στην Ανατολή;

ανατολικά

adverb (to the east)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You need to drive three miles east to get there.
Πρέπει να οδηγήσεις τρία μίλια ανατολικά για να φτάσεις εκεί.

ανατολικά

(to the east of [sth])

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The rich people live east of the river.
Οι πλούσιοι άνθρωποι ζουν ανατολικά του ποταμού.

ανατολικά

(in an easterly direction from [sth])

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Great Britain is east of Ireland.
Η Μεγάλη Βρετανία βρίσκεται ανατολικά της Ιρλανδίας.

ανατολικός

adjective (of the east)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The east wind is usually quite cold.
Ο ανατολικός άνεμος είναι συνήθως αρκετά ψυχρός.

ανατολική Αφρική

noun (most easterly part of Africa)

Ανατολική Αγγλία

noun (region of England)

Ανατολική Ασία

noun (countries of the Far East)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marco Polo was the first famous European to visit East Asia.

Ανατολικο-Γερμανός

noun (historical (person from former East Germany)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ανατολικο-Γερμανός

adjective (historical (of or from former East Germany)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Berlin was the East German capital.

Ινδονήσιος, ινδονησιακός

adjective (Indonesian: of the East Indies)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ινδονήσιος, ινδονησιακός

adjective (of or from eastern India)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ανατολικές Ινδίες

plural noun (historical (southeast Asia)

Ανατολικό Τιμόρ

noun (state in Southeast Asia)

ανατολικός άνεμος

noun (wind from the east)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Άπω Ανατολή

noun (eastern Asia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Traders brought valuable spices to Europe from the Far East.

στα ανατολικά

adverb (in an easterly region)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A raw north-easterly wind will make it feel much colder in the east.

Μέση Ανατολή

noun (eastern Mediterranean region)

Yemen is the poorest country in the Middle East.
Η Υεμένη είναι η φτωχότερη χώρα στη Μέση Ανατολή.

μεσανατολικός

noun as adjective (relating to the Middle East)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They were arguing about the country's Middle East policy.
Διαφωνούσαν για την πολιτική της χώρας όσον αφορά τα μεσανατολικά ζητήματα.

Εγγύς Ανατολή

noun (dated (Middle Eastern region)

νότια νοτιοανατολικά

noun (compass direction) (κατεύθυνση στην πυξίδα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νότιος νοτιοανατολικός

adverb (towards this point)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
If you head north-northeast, after a couple of miles you will see a sign for the theme park.

βορειοανατολικός

noun (north-eastern region)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In the northeast there are hundreds of butterfly species.

βορειοανατολικά

noun (compass point: NE)

(επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.)
The compass pointed to the northeast, toward the river.
Η πυξίδα έδειχνε προς τα βορειοανατολικά, προς το ποτάμι.

βορειοανατολικός

adjective (in, of the northeast)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We have a seaside holiday cottage on the north-east coast.
Έχουμε ένα παραθαλάσσιο εξοχικό στη βορειοανατολική ακτή.

βορειοανατολικός

adjective (coming from the north east)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This north-east wind is bitterly cold.
Ο βορειανατολικός άνεμος είναι παγωμένος.

βορειοανατολικός

adjective (going towards the northeast)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The boat was on a north-east heading when it collided with the tanker.
Το πλοίο είχε βορειοανατολική πορεία όταν συγκρούστηκε με το δεξαμενόπλοιο.

νοτιοανατολικά

noun (south-eastern region)

Florida is in the south east of the United States.

νοτιοανατολικά

noun (compass point: SE)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The antique compass has a tiny emerald at southeast, and a sapphire at northeast.

νοτιοανατολικός

adjective (coming from the southeast)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νοτιοανατολικός

adjective (in, of the southeast)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The tourists were eager to taste some southeast cuisine.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του east στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του east

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.