Τι σημαίνει το él στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης él στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του él στο ισπανικά.

Η λέξη él στο ισπανικά σημαίνει ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο ιδανικός, ο καλύτερος, αυτός, αυτόν, -, -, -, δικός της, του, μου, τους, μας, όποιος, συγκλονισμένος, συντετριμμένος, κυβερνών, ο ελάχιστος, σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός, σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος, ηλιόλουστος, μη ενεργός, κατώτατος, διάνα, διαθέσιμος, φιλικός προς το περιβάλλον, με πεσμένο ηθικό, που είναι ψηλά, τελικά, ψηλά, ολόψυχα, στο ίδιο, τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα, τα παλιά τα χρόνια, στο παρελθόν, στην εξοχή, εξωτερικά, ξεκαρδίζομαι στα γέλια, διαλέγω, ΦΠΑ, μετά θάνατον ζωή, σατανάς, διάολος, πιάσιμο, ψωμιέρα, αντιοφικός ορός, ικανότητα στις πωλήσεις, τέχνη της πώλησης, αρχή και τέλος, η φωνή του καθήκοντος, μπριγιαντίνη, παγωνιέρα, φόρος χαρτοσήμου, διασώστης, όλο το πακέτο, Οργανισμός Διατήρησης της Υγείας, ΤΔΝ, νόμος περί οργανωμένου εγκλήματος, ΕΚΑΧ, Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, προτιμώμενος από κπ, τον εαυτό του, παρόμοιος, ο ένας τον άλλο, η μία την άλλη, καταπίνω τα λόγια μου, παθαίνω κάταγμα σε οστό του λαιμού, περνώ το κατώφλι, πηδιέμαι, μοιάζω με, το υπομένω, το υφίσταμαι, ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου, παίρνω διαζύγιο, δίνω, παρέχω, προσφέρω, βάζω στην φυλακή, φυλακίζω, αποπροσανατολίζω, παραπλανώ, μπερδεύω, το χωνεύω, αναλαμβάνω, εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ, σώζω την παρτίδα, έχω οργασμό, εγκρίνω, αποσυντονίζω, προσποιούμαι, σέρνομαι, γλιστράω, περπατάω, προχωράω, τριγυρίζω, περιφέρομαι, περπατάω αργά, πηγαίνω αργά, ξεθωριάζω, ξεβάφω, το σκάω, τη σκαπουλάρω, την κοπανάω, θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ, είμαι αργόσχολος, επιβιβάζομαι στο τρένο, επιβιβάζομαι στο τραίνο, αποσυμπλέκω, μυρίζω, χαλαρώνω, απομακρύνομαι, φεύγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης él

ο, η, το

(masculino singular)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
El niño fue a dar un paseo.
Το αγόρι πήγε μια βόλτα.

ο, η, το

(masculino singular)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
New: El Vaticano es el país más pequeño del mundo.
Είμαι μέρος της καθολικής εκκλησίας.

ο, η, το

(masculino singular)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
El sol es muy brillante.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το φεγγάρι είναι πολύ φωτεινό απόψε.

ο, η, το

(masculino singular)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
El reportero le hizo una pregunta al presidente.
Ο δημοσιογράφος έκανε μια ερώτηση στον Πρόεδρο.

ο, η, το

(masculino singular)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Ese fue el examen más fácil.
Αυτό ήταν το ευκολότερο τεστ.

ο, η, το

(masculino singular)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
¿Tiene futuro en la sociedad el periódico?
Η εφημερίδα έχει θέση στο μέλλον της κοινωνίας μας;

ο, η, το

(masculino singular)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
El Tajo de Ronda es conocido por su belleza.
Η πρωτεύουσα των άγριων μύρτιλων στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι το Μέιν.

ο, η, το

(masculino singular)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Este pantalón va por debajo de el ombligo.

ο, η, το

(masculino singular)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Cuando tenga el dinero te compraré un diamante.

ο ιδανικός, ο καλύτερος

(enfático, masculino singular)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Angelina es el lugar si quieres tomarte un chocolate en París.
Το καφέ Ατζελίνα είναι το τέλειο μέρος για ζεστή σοκολάτα στο Παρίσι.

αυτός

(άντρας)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Es rico.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτός είναι ένας καλός μου φίλος.

αυτόν

pronombre

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
¿Él? ¿Ése es el hombre?

-

artículo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
El adolescente promedio no muestra interés en la bolsa de valores.
Ο μέσος έφηβος δεν ενδιαφέρεται για το χρηματηστήριο.

-

(con días) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Siempre salgo a trotar los domingos. Vamos al cine el martes. ¿Estás libre el 6 de junio?
Πάντα κάνω τζόκινγκ τις Κυριακές. // Πάμε σινεμά την Τρίτη. // Είσαι ελεύθερη στις 6 Ιουνίου; // Εκείνη τη μοιραία ημέρα, η Ώντρεϋ δεν είχε ιδέα τι έμελλε να της συμβεί.

-

pronombre (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
No me gusta el jersey azul. Prefiero ese rojo.
Δεν μου αρέσει το μπλε πουλόβερ. Προτιμώ το κόκκινο.

δικός της

(antes de sustantivo) (κτητική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este es su libro, no el mío.
Αυτό είναι το βιβλίο της, όχι το δικό μου.

του

(antes de sustantivo)

Me gusta su sombrero nuevo.
Μου αρέσει το καινούριο του καπέλο.

μου

(antes del sustantivo)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
¿Has visto mis llaves?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το δικό μου αυτοκίνητο είναι το κόκκινο.

τους

(antes de sustantivo)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Es su perro.
Είναι ο σκύλος τους.

μας

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
A nuestro trabajo le falta mucho.
Η δική μας δουλειά δεν έχει τελειώσει ούτε κατά προσέγγιση.

όποιος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Quien ríe el último ríe mejor.
Γελάει καλύτερα, όποιος γελάει τελευταίος.

συγκλονισμένος, συντετριμμένος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Volvió a casa afligido después de perder la competencia.

κυβερνών

(en el poder)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
El partido gobernante está en contra de esa política.

ο ελάχιστος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Algunos insectos son tan pequeños que se vuelan ante la menor brisa.
Μερικά έντομα είναι τόσο μικρά που παρασύρονται από το ελάχιστο αεράκι.

σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es desgarrador ver cómo algunos padres descuidan a sus hijos.

σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La escena final de la película fue desgarradora, y muchas personas de la audiencia lloraron.

ηλιόλουστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μη ενεργός

(επαγγελματικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατώτατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διάνα

(προφορικό: πέφτω, πετυχαίνω, χτυπώ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sus predicciones generalmente son acertadas.
Συνήθως πέφτει διάνα στις προβλέψεις της. Πω πω, χτύπησες διάνα με τον χαρακτηρισμό σου!

διαθέσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ya no quiero esta bolsa de papas fritas: está disponible si alguien la quiere.

φιλικός προς το περιβάλλον

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Utilizar botellas descartables no es ecológico.
Τα μπουκάλια μιας χρήσεως δεν είναι φιλικά προς το περιβάλλον.

με πεσμένο ηθικό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που είναι ψηλά

(ήλιος, φεγγάρι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Finalmente decidió comprar el coche verde.
Τελικά αποφάσισε να αγοράσει το πράσινο αυτοκίνητο.

ψηλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El niño sostuvo la cometa arriba y corrió hasta que este remontó.

ολόψυχα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estoy totalmente de acuerdo con Susan.

στο ίδιο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Actualmente hay muchas aves migratorias aquí.

τα παλιά τα χρόνια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Antiguamente, los niños de 7 años debían trabajar en las fábricas.

στο παρελθόν

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Antes, siempre iba en bicicleta al trabajo, pero ahora vivo muy lejos.
Στο παρελθόν πήγαινα με το ποδήλατο στη δουλειά, τώρα όμως μένω πολύ μακριά.

στην εξοχή

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εξωτερικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ξεκαρδίζομαι στα γέλια

(voz inglesa, informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ΦΠΑ

(acrónimo)

μετά θάνατον ζωή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σατανάς, διάολος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La secta que adora a Satanás realiza extraños rituales.

πιάσιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tuve tortícolis todo el día porque dormí en una posición rara.

ψωμιέρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντιοφικός ορός

(αντίδοτο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ικανότητα στις πωλήσεις, τέχνη της πώλησης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αρχή και τέλος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eso es todo, no voy a seguir discutiendo.

η φωνή του καθήκοντος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Las sirenas aullaron cuando los bomberos respondieron a sus obligaciones.

μπριγιαντίνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jared se llenó el pelo de brillantina.

παγωνιέρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El camarero trajo el vino blanco en una hielera.

φόρος χαρτοσήμου

(impuesto)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El juez condonó la multa, pero aun así tuve que pagar el sellado.

διασώστης

(ασθενοφόρου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El paramédico me tomó el pulso.

όλο το πακέτο

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No iba a comer nada más por el resto del día así que fui por todo: salchichas, panceta, huevos fritos, champiñones, y tomates.

Οργανισμός Διατήρησης της Υγείας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ΤΔΝ

(αρκτικόλεξο: Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

νόμος περί οργανωμένου εγκλήματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Demandaron a la compañía bajo la RICO.

ΕΚΑΧ

(Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων

(sigla en inglés)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

προτιμώμενος από κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τον εαυτό του

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Se bañó en la tina.

παρόμοιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ο ένας τον άλλο, η μία την άλλη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siempre se ayudan mutuamente cuando las cosas se ponen difíciles.
Πάντα βοηθά ο ένας τον άλλο, όταν δυσκολεύουν τα πράγματα.

καταπίνω τα λόγια μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando el álbum de Jessie se convirtió en un éxito, sus críticos se vieron obligados a humillarse.

παθαίνω κάταγμα σε οστό του λαιμού

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chris quedó paralítico después de desnucarse en un accidente de moto.

περνώ το κατώφλι

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Entré en nuestra nueva casa.

πηδιέμαι

(coloquial) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él quería hacerlo pero ella le dijo que no.

μοιάζω με

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Pareces una mujer enamorada!

το υπομένω, το υφίσταμαι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No te preocupes. Son tiempos difíciles por la recesión, pero lo superarás.

ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No me despeines, ¡recién vengo de la peluquería!

παίρνω διαζύγιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Janine se cansó de las aventuras de su marido y quiere divorciarse.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Βαρέθηκα τις περιπέτειες του άντρα μου με άλλες γυναίκες, θέλω να πάρω διαζύγιο.

δίνω, παρέχω, προσφέρω

(χρήματα για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mis padres me financiaron los estudios en el extranjero.

βάζω στην φυλακή, φυλακίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποπροσανατολίζω, παραπλανώ, μπερδεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puso una pista falsa para despistar al detective.

το χωνεύω

(μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Sé que no quieres sentarte junto a ella, pero tendrás que aguantarte y tratar de hacer conversación!

αναλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yo me ocupo mientras te tomas tu recreo.
New: Θα κρατήσω εγώ το μαγαζί, για να πας τον γιο σου στον γιατρό.

εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ

Aprovechamos al máximo nuestras vacaciones al apagar los celulares y la computadora.

σώζω την παρτίδα

(μτφ: δίνω λύση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Hiciste todo el trabajo por mí? ¡Me salvaste!
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όπως πάντα με το κοφτερό μου μυαλό και την υπομονή μου έσωσα και πάλι την παρτίδα και έβγαλα τον Τάσο από το αδιέξοδό του.

έχω οργασμό

(jerga, tener un orgasmo, Esp)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εγκρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποσυντονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσποιούμαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El futbolista se cayó agarrándose la pierna, pero el árbitro se dio cuenta de que estaba actuando y no estaba realmente lastimado.

σέρνομαι, γλιστράω

(φίδι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Una serpiente culebreó por al lado mío y casi me muero del susto.
΄Ενα φίδι σύρθηκε δίπλα μου και με κοψοχόλιασε.

περπατάω, προχωράω

(μέσα στο νερό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su madre le advirtió que no vadeara muy adentro para evitar que la marea la pudiera arrastrar.
Η μητέρα της της είπε να μην περπατήσει (or: προχωρήσει) πολύ μακριά για να μην την παρασύρει η παλίρροια.

τριγυρίζω, περιφέρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A aquellos que estén holgazaneando enfrente de la tienda, se les pedirá que se retiren inmediatamente.

περπατάω αργά, πηγαίνω αργά

Victor casi siempre llega tarde porque se entretiene con cualquier cosa.

ξεθωριάζω, ξεβάφω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La tela se decoloró por dejarla a la luz del sol durante semanas.

το σκάω, τη σκαπουλάρω, την κοπανάω

(coloquial) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los ladrones dejaron caer el botín y se piraron.

θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι αργόσχολος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

επιβιβάζομαι στο τρένο, επιβιβάζομαι στο τραίνο

(en un tren)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποσυμπλέκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαλαρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απομακρύνομαι, φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sonó la alarma de incendios y todos tuvieron que irse.
Χτύπησε ο συναγερμός πυρκαγιάς κι όλοι έπρεπε να εκκενώσουν τον χώρο.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του él στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του él

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.