Τι σημαίνει το exam στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης exam στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του exam στο Αγγλικά.

Η λέξη exam στο Αγγλικά σημαίνει εξετάσεις, εξέταση, απολυτήριες εξετάσεις, εξετάσεις δικηγορικού συλλόγου, διεξοδική εξέταση, εξέταση, εισαγωγικές εξετάσεις, οφθαλμολογική εξέταση, εξέταση όρασης, ιατρική εξέταση, πρόβα εξετάσεων, προφορικά, προφορική εξέταση, προφορική εξέταση, στοματική εξέταση, περνάω την εξέταση, πυελική εξέταση, εξέταση αξιολόγησης, προκαταρκτική εξέταση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης exam

εξετάσεις

noun (colloquial, abbreviation (test of knowledge) (τελικές)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The algebra exam was difficult.
Μας έκανε απροειδοποίητο διαγώνισμα Ιστορίας.

εξέταση

noun (colloquial, abbreviation (medical inspection) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Each year I go back to the hospital for an exam to see if my condition is getting any better.

απολυτήριες εξετάσεις

noun (UK (advanced school-leaving exam) (από το λύκειο)

Anna did her A-level exams last summer.

εξετάσεις δικηγορικού συλλόγου

noun (examination for lawyers)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Even after you finish law school, you can't practise law till you pass the bar exam.

διεξοδική εξέταση

noun (thorough testing or investigation)

We gave the dog a comprehensive examination but found no fleas.
Περάσαμε τον σκύλο από διεξοδική εξέταση, αλλά δε βρήκαμε ψύλλους.

εξέταση

noun (often plural (test covering a range of subjects) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He will graduate when he passes the comprehensive examination. She went to bed early because her comprehensives are tomorrow.

εισαγωγικές εξετάσεις

noun (admission test)

To be eligible for admission, you have to take an entrance examination.

οφθαλμολογική εξέταση

noun (colloquial (inspection by an ophthalmologist)

εξέταση όρασης

noun (colloquial (sight test)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
You don't need to take another driving test to renew your license, you just have to take an eye exam to prove to the inspector that you can still see well enough to drive.

ιατρική εξέταση

noun (colloquial, abbreviation (medical examination)

πρόβα εξετάσεων

noun (UK, colloquial (practice exam)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προφορικά

noun (informal, abbreviation (exam) (καθομιλουμένη)

Elizabeth failed her French oral.

προφορική εξέταση

noun (examination conducted in spoken words)

Many foreign language teachers give oral examinations to demonstrate a student's mastery of the spoken language.

προφορική εξέταση

noun (viva: spoken doctoral exam)

My oral examination involves going before the proctors and defending my doctoral thesis.

στοματική εξέταση

noun (medical inspection of the mouth)

An oral examination by the dentist revealed that I needed two fillings.

περνάω την εξέταση

verbal expression (abbr (be successful in a formal test)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Once you have passed the exam you will be awarded with a diploma.

πυελική εξέταση

noun (medical inspection of vagina and cervix)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εξέταση αξιολόγησης

noun (assessment test)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many schools require a placement examination in order to decide which program is best for the student.
Πολλά σχολεία ζητούν μια εξέταση αξιολόγησης, για να αποφασίσουν ποιο πρόγραμμα είναι το καλύτερο για το μαθητή.

προκαταρκτική εξέταση

noun (preparatory test)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Preliminary examinations indicate that the patient is simply suffering from exhaustion. However, further tests should be conducted to rule out other causes.
Οι προκαταρτικές εξετάσεις έδειξαν ότι ο ασθενής υποφέρει απλά από εξάντληση. Ωστόσο, περαιτέρω εξετάσεις θα διενεργηθούν προκειμένου να αποκλειστούν άλλα αίτια.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του exam στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του exam

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.