Τι σημαίνει το fixed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fixed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fixed στο Αγγλικά.

Η λέξη fixed στο Αγγλικά σημαίνει σταθερός, σταθερός, που έχει επισκευαστεί, που έχει επιδιορθωθεί, στημένος, στειρωμένος, επισκευάζω, επιδιορθώνω, στερεώνω, καθορίζω, σταθεροποιώ, ετοιμάζω, φτιάχνω, συγκεντρώνω, εστιάζω, προσηλώνω, στήνω, κρατώ σταθερό, σταθεροποιώ, επισκευή, δόση, στήσιμο, σφίγγω, επεξεργάζομαι, διορθώνω, φτιάχνω, κανονίζω, στειρώνω, πάγιο περιουσιακό στοιχείο, πάγιο ενεργητικό, πάγιο ενεργητικό, πάγια χρέωση, σταθερό κόστος, σταθερή ισοτιμία, σταθερό εισόδημα, στερεότυπη φράση, προκαθορισμένη τιμή, συγκεκριμένη τιμή, σταθερό πλάτος, με σταθερό επιτόκιο, σταθερής τιμής, μενού προκαθορισμένης τιμής, ορισμένου χρόνου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fixed

σταθερός

adjective (not movable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That's a fixed piece of equipment; you can't move it somewhere else.
Αυτό είναι ένα σταθερό κομμάτι εξοπλισμού. Δεν μπορείς να το μετακινήσεις πουθενά αλλού.

σταθερός

adjective (not variable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The interest rate on the mortgage was fixed.
Το επιτόκιο της υποθήκης ήταν σταθερό.

που έχει επισκευαστεί, που έχει επιδιορθωθεί

adjective (repaired)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom's broken down car was fixed when he came home on his birthday.
Το χαλασμένο αυτοκίνητο του Τομ είχε επιδιορθωθεί όταν ήρθε σπίτι για τα γενέθλιά του.

στημένος

adjective (colloquial (result prearranged) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
It was clearly a fixed game; there's no way that team won fairly!
Ήταν καθαρά ένας στημένος αγώνας. Δε μπορεί εκείνη η ομάδα να νίκησε δίκαια!

στειρωμένος

adjective (US, euphemism (animal: neutered)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Kate made sure her dog was fixed before she adopted him.

επισκευάζω, επιδιορθώνω

transitive verb (put right, repair)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will fixed his bike with some small tools. The student fixed the mistakes in her homework.
Ο μαθητής διόρθωσε τα λάθη στην έκθεσή του.

στερεώνω

transitive verb (attach) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let me fix this poster to the wall.
Άσε με να κρεμάσω την αφίσα στον τοίχο.

καθορίζω, σταθεροποιώ

transitive verb (price: set) (χρήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We fixed the price at nineteen dollars each.
Παγώσαμε την τιμή στα δεκαεννιά δολάρια το τεμάχιο.

ετοιμάζω, φτιάχνω

transitive verb (meal, food: prepare) (γεύμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She fixed the meal for the children.
Ετοίμασε (or: έφτιαξε) το φαγητό των παιδιών.

συγκεντρώνω, εστιάζω, προσηλώνω

transitive verb (attention: direct) (την προσοχή μου σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Now fix your attention on the tallest player.
Τώρα στρέψε την προσοχή σου στον ψηλότερο παίκτη.

στήνω

transitive verb (informal (artificially ensure result) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The election was fixed, and the government candidate won easily.
ΟΙ εκλογές ήταν στημένες και ο κυβερνητικός υποψήφιος κέρδισε εύκολα.

κρατώ σταθερό

transitive verb (hold steady)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The optometrist told him to fix his eyes on the dot on the wall.
Ο οπτικός του είπε να εστιάσει το βλέμμα του στην κουκκίδα στον τοίχο.

σταθεροποιώ

transitive verb (make permanent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We use this chemical to fix the colours in the T-shirt.
Χρησιμοποιήσαμε αυτό το χημικό για να σταθεροποιήσουμε τα χρώματα στο μπλουζάκι.

επισκευή

noun (informal (repairs)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fix had not lasted long, and the car was back in the repair shop.

δόση

noun (slang (drugs)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The addict got his fix from cocaine.

στήσιμο

noun (slang (bribery) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mafia arranged the fix for the boxing match.

σφίγγω

intransitive verb (become solid)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The gelatine fixes in one hour.

επεξεργάζομαι

transitive verb (photography)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The photographer fixed the prints in the correct solution.

διορθώνω

transitive verb (informal (adjust, touch up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let me fix my make-up and we can go.

φτιάχνω, κανονίζω

transitive verb (US, slang (take revenge on) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He is going to fix you right when he finds out about this!

στειρώνω

transitive verb (informal (neuter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yes, all the dogs have been fixed so they won't have any puppies.

πάγιο περιουσιακό στοιχείο, πάγιο ενεργητικό

noun (finance)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πάγιο ενεργητικό

plural noun (capital holdings: property, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His wealth was completely tied up in fixed assets.

πάγια χρέωση

noun (often plural (finance: expense type)

σταθερό κόστος

noun (often plural (set price or fee)

My biggest fixed cost is the rent I pay for the premises.

σταθερή ισοτιμία

noun (finance: set rate of exchange)

σταθερό εισόδημα

adjective (with a set rate)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The fixed-income housing was rent controlled at a low price.

στερεότυπη φράση

noun (language: set expression) (γλώσσα)

προκαθορισμένη τιμή, συγκεκριμένη τιμή

noun (cost set in advance)

In general, department stores sell goods at fixed prices.

σταθερό πλάτος

noun (predetermined measurement across)

με σταθερό επιτόκιο

adjective (loan, mortgage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταθερής τιμής

noun as adjective (option: with set cost)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Two types of mortgages are available: the fixed price mortgage and the variable mortgage.

μενού προκαθορισμένης τιμής

noun (menu: with set cost)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The workers always choose the fixed-price menu.

ορισμένου χρόνου

adjective (lasting for a specified period of time)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fixed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fixed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.