Τι σημαίνει το hésiter στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης hésiter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hésiter στο Γαλλικά.
Η λέξη hésiter στο Γαλλικά σημαίνει διστάζω, διστάζω, διστάζω, αμφιταλαντεύομαι, διστάζω, αμφιταλαντεύομαι, αμφιταλαντεύομαι, έχω ενδοιασμούς, αμφιταλαντεύομαι, διστάζω, αμφιταλαντεύομαι, κοντοστέκομαι, ταλαντεύομαι, διστάζω, διστάζω, έχω δεύτερες σκέψεις, αγχώνομαι, ξεροβήχω, κομπιάζω, κομπιάζω, αμφιταλαντεύομαι, κάνω σαρδάμ, αβέβαιος, πρόθυμα, χωρίς δισταγμό, αμφιταλαντεύομαι, ταλανίζομαι, δεν διστάζω, δρω άμεσα, δεν διστάζω να , δρω άμεσα, εννοείται, που διστάζει να κάνει κτ, μπορώ να κάνω κτ, είμαι διχασμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης hésiter
διστάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sarah a hésité avant de prendre une décision et d'accepter l'offre d'emploi. Η Σάρα δίστασε πριν πάρει την απόφασή της και δεχθεί την προσφορά για δουλειά. |
διστάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jeff hésitait à faire quoi que ce soit qui puisse offenser quelqu'un. Ο Τζεφ δίσταζε να κάνει το οτιδήποτε θα μπορούσε να προσβάλει κάποιον. |
διστάζω, αμφιταλαντεύομαιverbe intransitif (είμαι αναποφάσιστος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il hésite désormais à conserver son poste. |
διστάζω, αμφιταλαντεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elizabeth hésite toujours avant d'agir. |
αμφιταλαντεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Simon hésite à inviter Julia à sortir. |
έχω ενδοιασμούςverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αμφιταλαντεύομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διστάζω, αμφιταλαντεύομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Colin hésita avant de trouver le courage de demander à Amy de sortir avec lui. |
κοντοστέκομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Peter a hésité à la porte un moment avant d'entrer. Ο Πήτερ κοντοστάθηκε στην πόρτα για ένα λεπτό πριν μπει μέσα. |
ταλαντεύομαιverbe intransitif (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La ministre savait pour qui elle allait voter, mais maintenant elle commençait à hésiter. |
διστάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διστάζωverbe intransitif (για οποιαδήποτε ενέργεια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω δεύτερες σκέψεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Au début, Oliver avait hâte de rejoindre l'armée mais maintenant, il a des doutes (or: il se pose des questions). |
αγχώνομαι(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεροβήχω, κομπιάζω(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κομπιάζωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sarah commença à expliquer en quoi elle méritait une augmentation à son chef, mais se mit à bafouiller en voyant son expression excédée. Η Σάρα άρχισε να εξηγεί στον προϊστάμενό της γιατί δικαιούτο αύξηση, αλλά κόμπιασε όταν είδε το αγριεμένο βλέμμα στο πρόσωπό του. |
αμφιταλαντεύομαι(δεν μπορώ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu es toujours indécis, j'aimerais que tu te décides ! Πάντα αμφιταλαντεύεσαι. Μακάρι να μπορούσες να πάρεις μια απόφαση! |
κάνω σαρδάμverbe intransitif (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le conférencier était nerveux et a bredouillé plusieurs fois pendant la présentation. |
αβέβαιος(événement, temps,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρόθυμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Michelle a rapidement accepté d'aider. Η Μισέλ συμφώνησε πρόθυμα να βοηθήσει. |
χωρίς δισταγμόlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le soldat a tiré sans hésiter. |
αμφιταλαντεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταλανίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δεν διστάζω, δρω άμεσαverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il n'a pas hésité une seconde et s'est lancé dans la pente comme si elle n'était pas à soixante pour cent. |
δεν διστάζω να , δρω άμεσαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) À la moindre incartade, je n'hésiterai pas à contacter vos parents. |
εννοείται
Δεν έχω καμία αντίρρηση να το κάνω αυτό για σένα. |
που διστάζει να κάνει κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sarah hésite à faire ce voyage. |
μπορώ να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vous pouvez utiliser ma machine à laver si vous avez du linge sale. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις το πλυντήριο μου αν έχεις άπλυτα ρούχα. |
είμαι διχασμένος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hésiter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του hésiter
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.