Τι σημαίνει το humour στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης humour στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του humour στο Γαλλικά.

Η λέξη humour στο Γαλλικά σημαίνει χιούμορ, χιούμορ, χιούμορ, εξυπνάδα, κωμωδία, αίσθηση του χιούμορ, χιουμοριστικός, κωμικός, που δεν έχει αίσθηση του χιούμορ, μαύρο χιούμορ, μπλακ χιούμορ, αναιδές χιούμορ, αγενές χιούμορ, στεγνό χιούμορ, κακόγουστα αστεία, χιούμορ που κάνει κπ ενώ το πρόσωπό του παραμένει ανέκφραστο, εύθικτος, χιουμοριστικός, πνευματώδης, αστείος, κωμικός, εύθυμος, ειρωνικό χιούμορ, ειρωνεία, πονηρό χιούμορ, χιουμοριστικά, μαύρη κωμωδία, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης humour

χιούμορ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Le père de Kate n'avait aucun humour.
Ο μπαμπάς της Κέιτ δεν έχει καθόλου χιούμορ.

χιούμορ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il y avait beaucoup d'humour dans le spectacle.
Η παράσταση είχε πολύ χιούμορ.

χιούμορ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Je n'aime pas l'humour de cet humoriste.
Δε μου αρέσει το χιούμορ αυτού του κωμικού.

εξυπνάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κωμωδία

(genre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Αν θες να δεις λίγη κωμωδία, πήγαινε σε εκείνο το νέο κλαμπ.

αίσθηση του χιούμορ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Wally a un sens de l'humour étrange (or: a un humour étrange) : il fait toujours des blagues que personne ne comprend.
Ο Γουάλι έχει περίεργη αίσθηση του χιούμορ. Κάνει συνεχώς αστεία που κανένας άλλος δεν καταλαβαίνει.

χιουμοριστικός, κωμικός

(αστείος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y a un compte rendu humoristique de la réunion dans le journal.

που δεν έχει αίσθηση του χιούμορ

(άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαύρο χιούμορ

nom masculin

Le médecin légiste se sert de l'humour noir pour faire face à la nature de son travail.

μπλακ χιούμορ

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Son humour noir me fait frémir.

αναιδές χιούμορ, αγενές χιούμορ

nom masculin (αποδοκιμασίας)

στεγνό χιούμορ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il avait un humour tellement pince-sans-rire qu'il m'a fallu du temps pour savoir s'il plaisantait ou non.

κακόγουστα αστεία

χιούμορ που κάνει κπ ενώ το πρόσωπό του παραμένει ανέκφραστο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εύθικτος

nom féminin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est une personne qui a peu le sens de l'humour, il croyait que j'étais sérieuse !

χιουμοριστικός, πνευματώδης, αστείος, κωμικός, εύθυμος

(χαρακτήρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle est stricte avec ses élèves, mais peut aussi être très drôle.

ειρωνικό χιούμορ, ειρωνεία

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le comédien est connu pour son humour pince-sans-rire.
Ο κωμικός έγινε διάσημος για το ειρωνικό χιούμορ του.

πονηρό χιούμορ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χιουμοριστικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μαύρη κωμωδία

nom masculin (drôlerie)

Il fait preuve de beaucoup d'humour et fait rire tout le monde.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του humour στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του humour

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.