Τι σημαίνει το lay on στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lay on στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lay on στο Αγγλικά.

Η λέξη lay on στο Αγγλικά σημαίνει υπερβάλλω, τοποθετώ, ακουμπάω κτ σε κτ, ακουμπώ κτ σε κτ, βάζω κτ σε κτ, τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω, επιρρίπτω, γεννάω, στρώνω, λαϊκός, λαϊκός, απλός, που δεν είναι το χώρου, που δεν ανήκει στον κλάδο, κομμάτι, πήδημα, γαμήσι, τραγούδι, τραγούδι, γεννάω, στήνω, βάζω, στοιχηματίζω, ποντάρω, βάζω στοίχημα, θεραπεύω αγγίζοντας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lay on

υπερβάλλω

phrasal verb, transitive, separable (informal (exaggerate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Your brother can really lay on the drama!

τοποθετώ

phrasal verb, transitive, separable (apply)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The builder laid the plaster on with a trowel.
Ο χτίστης άπλωσε τον σοβά μ' ένα μυστρί.

ακουμπάω κτ σε κτ, ακουμπώ κτ σε κτ, βάζω κτ σε κτ

(put on top)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He laid his coat on the arm of the chair.
Ακούμπησε (or: έβαλε) το παλτό του στο μπράτσο της πολυθρόνας.

τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω

transitive verb (place horizontally)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He usually lays the plans on the table.
Συνήθως αραδιάζει (or: ακουμπάει) τα σχέδια στο τραπέζι.

επιρρίπτω

(blame, stress: assign) (ευθύνες κλπ σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He would usually lay the blame on his sister.
Συνήθως έριχνε (or: φόρτωνε) τις ευθύνες στην αδερφή του.

γεννάω

transitive verb (produce: egg) (αβγό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A hen can lay a few eggs per week, I think.
Μια κότα μπορεί να γεννήσει κάμποσα αυγά την εβδομάδα, νομίζω.

στρώνω

transitive verb (floor: cover)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He laid lino in the hall.
Έστρωσε λινοτάπητα στο διάδρομο.

λαϊκός

adjective (not religious) (μη θρησκευτικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a lay organisation, with no connection to any religion.
Πρόκειται για μια λαϊκή οργάνωση που δεν συνδέεται με καμία θρησκεία.

λαϊκός, απλός

adjective (not member of a religious order) (μη κληρικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The priest was on the altar with three lay people, who would help with Holy Communion.
Ο ιερέας ήταν στην Αγία Τράπεζα με τρεις λαϊκούς (or: απλούς) ανθρώπους που θα τον βοηθούσαν με τη Θεία Κοινωνία.

που δεν είναι το χώρου, που δεν ανήκει στον κλάδο

adjective (not professional) (μτφ: άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm not a doctor, just a lay person.
Εγώ δεν είμαι γιατρός, δεν είμαι ειδικός.

κομμάτι

noun (slang, vulgar (sexual partner) (μτφ: ερωτικός/ή παρτενέρ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Yeah, she was a good lay.
Ναι, είναι καλό κομμάτι.

πήδημα, γαμήσι

noun (slang, vulgar (sexual intercourse) (χυδαίο: σεξ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I hope I get a lay tonight, I am so randy.
Ελπίζω να μου κάτσει ένα πήδημα σήμερα, έχω όρεξη.

τραγούδι

noun (historical (medieval poem) (μεσαιωνικό ποίημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
"The Lay of the Last Minstrel" is a poem by Sir Walter Scott.
«Το τραγούδι του τελευταίου τροβαδούρου» είναι ένα ποίημα του Σερ Γουόλτερ Σκοτ.

τραγούδι

noun (historical (medieval song) (μεσαιωνικό τραγούδι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She sang us a beautiful lay from centuries ago.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μας τραγούδησε μια όμορφη μπαλάντα ενός άλλου αιώνα.

γεννάω

intransitive verb (lay eggs) (γεννάω αβγά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That hen does not lay any more.
Αυτή η κότα δε γεννάει πια.

στήνω, βάζω

transitive verb (install)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The contractors came in to lay the foundation to the building.
Οι εργολάβοι ήρθαν για να ρίξουν τα θεμέλια του κτηρίου.

στοιχηματίζω, ποντάρω

transitive verb (place a bet) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He laid fifty dollars on the horse.
Πόνταρε πενήντα δολάρια στο άλογο.

βάζω στοίχημα

transitive verb (bet) (σε/με κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll lay you ten to one that he wasn't there at all.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στοιχηματίζω ότι δεν θα έρθει στη μάθημα σήμερα.

θεραπεύω αγγίζοντας

verbal expression (heal by touch)

Jesus laid on hands and the blind man was able to see.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lay on στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lay on

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.